ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ -Θ ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Ισως η ειλικρινέστερη καταγραφη της ιστορικης εξελιξης της Λέρου  απο τον Ψυχίατρο κ Θ Μεγαλοοικονόμου

ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ
Η Λέρος (ένα νησί στο βόρειο τμήμα των Δωδεκανήσων) χρησιμοποιήθηκε, σ΄ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, σαν μια περιοχή αντιρρόπησης των εσωτερικών ταξικών αντιφάσεων της ελληνικής κοινωνίας, ή, άλλως, σαν ένας τόπος συγκέντρωσης "κοινωνικών αποβλήτων" κάθε είδους. Οι αντιφάσεις αυτές εκρήγνυνται είτε μέσα από την καθημερινή λειτουργία ενός πολύπλοκου, ανταγωνιστικού κοινωνικού συστήματος - που διαρκώς παράγει και αναπαράγει διάφορες ομάδες αποκλεισμένων, παριών και απόκληρων, επιτελώντας εναντίον τους αυτό που ονομάστηκε σαν "εγκλήματα σε καιρό ειρήνης" - είτε στη διάρκεια κρίσιμων ιστορικών καμπών, όταν η κατεστημένη κοινωνικοοικονομική και πολιτική εξουσία υπερασπίζεται τις βάσεις της αναπαραγωγής της, χρησιμοποιώντας κάθε είδους βία απέναντι στον "εσωτερικό εχθρό - ανάγοντάς τον σε "εξωτερικό", τόσο ως προς τον κοινωνικό ιστό, όσο και σε σχέση με τα ίδια τα εθνικά σύνορα, κι ακόμα σε κίνδυνο, "μίασμα" και πηγή μόλυνσης του "υγιούς κοινωνικού και εθνικού σώματος". Ένα υπέροχο άρθρο του αγωνιστή Ψυχιάτρου και αναμορφωτή της Λέρου ΘΟΔΩΡΟΥ ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ δημοσιεύει σήμερα το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ και θα ακολουθήσουν και άλλα του ιδίου.
Μία παράδοση, που χάνεται στην ιστορία και τους αιώνες, θέλει πολλά από τα ελληνικά νησιά να είναι οι τόποι επιλογής για την εξορία ("εξοστρακισμό", στην αρχαία Ελλάδα) των πολιτικών αντιπάλων, αλλά, στον 20ο αιώνα, και των λεπρών και των τρελών. Μικρά, συνήθως άγονα, πετρώδη και απόμακρα νησιά προσφέρονται για τον στρατωνισμό και την ασφαλή απομάκρυνση των κάθε είδους αποβλήτων από το οργανωμένο και ελεγχόμενο κοινωνικό σώμα. Τα κλειστά όρια του νησιού, η θάλασσα που παρεμβάλλεται, η ερημιά και η έλλειψη κάθε επικοινωνίας, πέρα από αυτή που ελέγχουν απόλυτα οι φύλακες του στρατοπέδου, είναι τα ιδεώδη στοιχεία για την ασφαλή απομόνωση του κινδύνου, για το σπάσιμο των αντιφρονούντων, την καθυπόταξη και εξουδετέρωση του ψυχικού και/ή ιδεολογικού σθένους και αντίστασης - είναι ο αποτελεσματικός φράκτης και η άμυνα κατά του Άλλου, σαν αλλότριου ή ξένου. Το αφορισμένο από τη θάλασσα νησί είναι πέρα από τα όρια της κατεστημένης κοινωνίας, όχι απλά στην περιφέρεια της πόλης, στις απομονωμένες ζώνες των ορίων μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την κατεστημένη κανονικότητα, αλλά πολύ μακριά, πέρα από κάθε δυνατότητα πρόσβασης εκατέρωθεν. Υπάρχουν ονόματα με τεράστιο ιστορικό φορτίο, που καμιά μεταμοντέρνα προσέγγιση δεν μπορεί ν΄ αποφορτίσει: Ανάφη, Φολέγανδρος, Μακρόνησος, Κύθηρα, Τζια, Ικαρία, Λέρος...
Έχουμε μπει σε μια περίοδο, όπου μια αναπόφευκτη διαλεκτική έκανε έτσι ώστε η "πτώση του τείχους" να είναι η αφετηρία της ύψωσης νέων, ακόμη πιο βάρβαρων τειχών, νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης και σφαγών μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, μαζικών ξεριζωμάτων και μεταναστεύσεων εκατομμυρίων λιμοκτονούντων ανθρώπων, νέων δολοφονικών εθνικισμών και ρατσισμών. Μερικοί σπεύδουν εύκολα να χαρακτηρίσουν τις αλληλοσπαρασόμενες εθνικές ομάδες σαν τους κύριους υπεύθυνους - θύτες, ν΄ αποδώσουν τις ευθύνες της βίας στους βίαια αποκλεισμένους και πεινασμένους, στις κάθε λογής μειονότητες και μειοψηφίες, στους απόκληρους των νέων γκέτο των μεγαλουπόλεων, στις ρατσιστικά διαχωρισμένες ομάδες κάθε είδους, με τον ίδιο τρόπο που η οργανωμένη κοινωνία κάνει τους τρελούς να πληρώνουν για την τρέλα τους, αποκλείοντάς τους από το κοινωνικό σώμα και καταδικάζοντάς τους στον εγκλεισμό ή στην εγκατάλειψη. Αλλά είναι πια φανερό ότι όπως από την αρχή του και σ΄ όλη τη διάρκειά του, έτσι και στο τέλος του, ο 20ος αιώνας διέπεται από τις θηριώδεις εκδηλώσεις μιας διαρκούς και εργώδους κρίσης ενός συστήματος, που από τη γέννησή του έθετε συγκεκριμένες μορφές οριοθέτησης, αλλοτρίωσης, αντικειμενοποίησης και πραγμοποίησης του ανθρώπου, μέσα από μια κοινωνική οργάνωση, που αν και πέρασε διάφορες φάσεις εξέλιξης, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί την ελευθερία σαν... το δικαίωμα να κάνει κανείς οτιδήποτε δεν βλάπτει τον άλλον. Τα όρια, μέσα στα οποία μπορεί κανείς να κινηθεί δίχως να βλάψει τον άλλον, είναι καθορισμένα από το νόμο, όπως ακριβώς τα όρια δύο στρατοπέδων προσδιορίζονται από έναν πασσαλίσκο. Πρόκειται για την ελευθερία του ανθρώπου σαν απομονωμένη μονάδα, κλεισμένη στον εαυτό της... το δικαίωμα του ανθρώπου, η ελευθερία, δεν επαφίεται στις σχέσεις του με τον άνθρωπο, αλλά μάλλον στο χωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Είναι το δικαίωμα αυτού του χωρισμού, το δικαίωμα του ανθρώπου που αρκείται στον εαυτό του. Και παρακάτω:
"Η πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας είναι το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας "...που..." είναι το δικαίωμα του εγωισμού. Αυτή η ατομική ελευθερία, με την εφαρμογή της, αποτελεί τη βάση της αστικής κοινωνίας. Κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στον άνθρωπο όχι την πραγματοποίηση αλλά μάλλον τον περιορισμό της ελευθερίας του" (ο.π.π.). Αυτός ο "χωρισμός" των ανθρώπων, σαν απομονωμένων μονάδων, που οριοθετούν τον ατομικό τους χώρο με τον "πασαλίσκο", είναι η ρίζα του αποκλεισμού και του ρατσισμού μέσα σ΄ ένα ιστορικά συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα, που βλέπει το "δικαίωμα της ελευθερίας" ταυτισμένο με την ατομική ιδιοκτησία (των παραγωγικών μέσων). Αυτός ο θεωρητικός πυρήνας μπορεί ν΄ αποτελέσει μία πολύτιμη αφετηρία για μια προσέγγιση στο ζήτημα που μας απασχολεί.
Η ιστορία της Λέρου και των ιδρυμάτων της είναι μια ευκαιρία να δει κανείς την κοινή μοίρα της εξορίας του αποκλεισμένου και έγκλειστου ψυχασθενή και του φυλακισμένου και έγκλειστου πολιτικού κρατουμένου. Βέβαια, είναι μεγάλες οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες και κάθε απλοποίηση είναι επικίνδυνη. Γιατί ενώ ο πολιτικός κρατούμενος ορθώνει μια ενεργητική αντίδραση και πάλη και έχει συνείδηση της θέσης και του ρόλου του στη σύγκρουση με την κατεστημένη εξουσία, που τον αποκλείει και τον καταδιώκει (και αυτή η συνειδητοποίηση και ενεργητική αντίσταση συμβαίνει βαθμιαία με όλες τις ομάδες αποκλεισμένων), ο μόνος που δεν είναι σε θέση, αυτή τη στιγμή, όπως έγραφε ο Φράνκο Μπαζάλια, να αντιληφθεί, στην κατάσταση που βρίσκεται, σε ποιο βαθμό ευθύνεται για τον αποκλεισμό του η αρρώστια και σε ποιο βαθμό η περιθωριοποίηση που του επέβαλε η κοινωνία, είναι ακόμη ο ψυχασθενής, ο οποίος δεν μπορεί - και σ΄ αυτή του την αδυναμία βρίσκεται όλο το κοινωνικό δράμα της ψυχικής αρρώστιας - να μάθει μέχρι που φτάνει η αρρώστια του. Ο ψυχασθενής βιώνει ένα διπλό αποκλεισμό, που βρίσκεται στη βάση της ψύχωσής του, αφενός από την πραγματικότητα και αφετέρου από την κοινωνία. Η "εξέγερσή" του, στο βαθμό που αυτή υπάρχει, απέναντι στην καταθλιπτική εξουσία των διαπλεκόμενων θεσμών, εκφράζεται με την οδύνη της "αρρώστιας", σαν ήττα και συντριβή.
Αλλά υπάρχουν μερικές διαδικασίες, συμβολισμοί και μεταχείριση, που παρουσιάζουν εκπληκτική αναλογία ή και ομοιότητα ανάμεσα στις δύο αυτές καταδιωκόμενες και έγκλειστες ομάδες. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει να δούμε τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές ρίζες του αποκλεισμού και της εξορίας. Η διαδικασία της "εξορίας" ξεκινάει τη στιγμή που ο άνθρωπος αντικειμενοποιεί ένα κομμάτι του εαυτού του, που δεν μπορεί να ελέγξει, που το φοβάται, και που το αποδίδει (προβάλλει) στον άλλο, τον οποίο επίσης αντικειμενοποιεί και εξορίζει (σχέση των ανθρώπων, όπως περιγράφεται παραπάνω, σαν εγωιστικών μονάδων, κλεισμένων στον εαυτό τους). Αυτός ο άλλος μπορεί να είναι ένα άτομο, μία ομάδα, μία μειονότητα, μία μειοψηφία. Η διαδικασία του αποκλεισμού έχει την πηγή της στις διεργασίες που εκτυλίσσονται από την αδυναμία ή την άρνηση του ανθρώπου ν΄ αναλάβει τις ευθύνες της αυθεντικής ελευθερίας του σαν κοινωνικού ανθρώπου, μέσα σ΄ ένα αλλοτριωμένο και αλλοτριωτικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Ο αποκλεισμός, δηλαδή, του εαυτού από τον εαυτό, καθώς και του άλλου, προσδιορίζεται, αλληλεπιδρά και αγκυροβολεί σ΄ ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων που δομικά στηρίζεται στο διαχωρισμό και τον αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων και τάξεων, ένα σύστημα που μπορεί ν΄ αναπαράγεται σαν τέτοιο μόνο στο βαθμό που αναπαράγει το διαχωρισμό, τη διάκριση και τον αποκλεισμό σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα.
Η κλασσική ψυχιατρική, που γεννήθηκε το 19ο αιώνα, παράλληλα με τις θεραπευτικές της επιδιώξεις και ολοένα περισσότερο σε σύγκρουση μ΄ αυτές, προσφέρθηκε ν΄ αποτελεί μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου, στην υπηρεσία των κρατικών μηχανισμών που προέκυψαν από τις αστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη. Η Ψυχιατρική, που και στις εκμοντερνισμένες εκδοχές της, του τέλους του 20ου αιώνα, εξακολουθεί να συνδυάζει τις θεραπευτικές επιδιώξεις με τις διαχειριστικές πρακτικές προσέγγισης του ψυχικού πόνου - διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της κοινωνίας απέναντι στον ψυχικά πάσχοντα, τον μη κανονικό και τον παρεκκλίνοντα - διεκπεραιώνει ένα νέο διπλό αποκλεισμό: από τη μια αποκλείει τον ψυχικά πάσχοντα από οποιαδήποτε δυνατότητα κατανοησιμότητας της τρικυμισμένης ύπαρξής του και των βιωμάτων του και από την άλλη, επικυρώνει την απομάκρυνσή του από την κοινωνία. Με τις διωκτικές αρχές του κράτους, που καταδιώκουν τον πολιτικά μαχόμενο, μοιράζεται: την ανάλογη επιδίωξη της κοινωνικής προστασίας και της διατήρησης του νόμου και της τάξης από κάθε επιβουλή, παρέκκλιση, μη κανονική ή αντικανονική συμπεριφορά, κίνδυνο στην ατομική ιδιοκτησία, προσβολή στα ήθη, ανατρεπτική προβολή της διαφορετικότητας - είτε σαν ατομικής εκκεντρικής συμπεριφοράς, που ψυχιατρικοποιείται και ανάλογα αντιμετωπίζεται, είτε σαν προβολή ενός εναλλακτικού και οργανωμένου μοντέλου αναδιοργάνωσης της κοινωνίας κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία του 50 και του 60, οι αριστεροί και οι κομμουνιστές ονομάζονταν από το τότε επίσημο κράτος "μιάσματα", δηλαδή άνθρωποι και ιδέες που μολύνουν, επικίνδυνες, που έπρεπε να αποκλειστούν από τον κοινωνικό ιστό και το κράτος και να παραμείνουν στα μετεμφυλιοπολεμικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τόπους εξορίας. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί κάνουν επίκληση σ΄ όλους τους πρωτόγονους φόβους, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις σχετικά με το "άλλο", σαν "ξένο", αλλότριο, επικίνδυνο και δαιμονικό. Ήταν η περίοδος μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1944-49), όπου το κομμουνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στην ήττα και επεβλήθη η θηριώδης διακυβέρνηση των νικητών.
Χιλιάδες αντάρτες κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Σε άλλους επιβλήθηκε μια σκληρή πολιτική ταπείνωσης και ηθικής και πολιτικής εξόντωσης μέσα από τον εγκλεισμό, την "αποκατάσταση" της προσωπικότητάς τους και των πεποιθήσεών τους με βάση τις αξίες της "πατρίδας, της οικογένειας και της θρησκείας".
Η Λέρος, τότε, μόλις είχε ενωθεί με την Ελλάδα, στα πλαίσια της ενσωμάτωσης των Δεδεκαννήσων στην Ελλάδα το 1947, μετά 50 περίπου χρόνια ιταλικής κατοχής. Για πολλά χρόνια πριν το 1947, η Λέρος είχε χρησιμοποιηθεί από το φασιστικό ιταλικό καθεστώς σαν μια μεγάλη ναυτική βάση (λόγω των σημαντικών φυσικών λιμανιών που διέθετε), όπου διατηρούνταν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις (πάνω από 7.000 στρατός). Ο στρατός αυτός κατοχής και οι ανάγκες του έδωσαν μεγάλη ώθηση σε μια οικονομία εξαρτημένη από τις δραστηριότητες και τη ζωή των κατακτητών στο νησί (κυρίως εμπορικές δραστηριότητες και οικοδομικές εργασίες). Το 1949, σε τμήμα των εγκαταλελειμμένων ιταλικών στρατώνων, ιδρύονται οι λεγόμενες "βασιλικές τεχνικές σχολές", που ήταν κέντρο εθνικής διαπαιδαγώγησης νεαρών ανταρτών και παιδιών που για ποικίλους λόγους, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο βρέθηκαν χωρίς οικογένεια.
Εκτός από την εκμάθηση κάποιας τέχνης για μελλοντική επαγγελματική απασχόληση, γινόταν κυρίως προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής προσαρμογής στο όνομα του τότε επίσημου δόγματος, που ήταν ο αντικομμουνισμός. Περίπου 5.000 νεαροί πέρασαν από τις σχολές αυτές της Λέρου, ζώντας σε συνθήκες στρατοπεδικές, ενώ 200 περίπου άτομα από τον ντόπιο πληθυσμό εργάζονταν σαν εκπαιδευτές στις διάφορες τέχνες και για τη συντήρηση των σχολών. Η λειτουργία τους κράτησε, με φθίνουσα πορεία, μέχρι το 1960 - λέγεται ότι ανάμεσα στους ανταρτόπαιδες είχαν μεταφερθεί και μερικοί ποινικοί κρατούμενοι για "ειδική μεταχείριση". Καθώς η οικονομία του νησιού είχε μπει σε κρίση μετά την Ένωση με την Ελλάδα και καθώς σ΄ όλη τη χώρα υπήρχε οικονομική δυσπραγία και έλλειψη επενδύσεων, έγινε προσπάθεια από πολιτικούς, που εκλέγονταν βουλευτές στα Δωδεκάννησα (κυρίως ο Π. Φωτιάδης, υπουργός, τότε, Εμπορικής Ναυτιλίας στην κυβέρνηση της ΕΡΕ) να αδραχτεί η ευκαιρία, που πρόκυπτε εκείνη την περίοδο από την ανάγκη του Ψυχιατρικού συστήματος (υπουργός Υγείας ο Κ. Ψαρέας) να αποσυμφορήσει τα υπάρχοντα Ψυχιατρεία. Το τέλος του εμφύλιου πολέμου βρήκε τα ψυχιατρεία με ένα εξαιρετικά πλεονάζοντα αριθμό εγκλείστων (ψυχιατρείο Δαφνίου, κυρίως, αλλά και Δρομοκαϊτειο, ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, Κρήτης κλπ.), που κοιμούνταν 3-4 πάνω σε ένα κρεβάτι, σε πολλές περιπτώσεις.
Όπως γινόταν με τους πολιτικούς εξόριστους, που κλείνονταν στα διάφορα νησιά, είχε ήδη αρχίσει η δημιουργία μικρών αποικιών, όπως ονομάζονταν, ψυχασθενών, που χρησίμευαν για την αποσυμφόρηση των υπαρχόντων Ψυχιατρείων (Αγ. Γεώργιος στο Πέραμα, Βέγειο Κεφαλληνίας κλπ). Μπροστά στο πρόβλημα της αθλιότητας της ιδρυματικής ψυχιατρικής στην Ελλάδα, εμφανίστηκαν προτάσεις ξένων συμβούλων και ιδιαίτερα ενός Ελβετού, που πρότεινε να γίνουν και στην Ελλάδα αγροτικές αποικίες ψυχασθενών, που λειτουργούσαν από καιρό (ήδη από το 19ο αιώνα) στην Ελβετία και στη Γερμανία. Η πρόταση αυτή έγινε το "φύλλο συκής" της πιο γιγάντιας μεταφοράς στην ακραία εξορία πάνω από 4.000 ψυχασθενών και ατόμων με διανοητική καθυστέρηση, από όλα τα ψυχιατρεία της χώρας, με βασικό κριτήριο το "ανίατο" και την έλλειψη επισκεπτηρίου για ένα ή δύο χρόνια. Οι ήδη έτοιμοι ιταλικοί στρατώνες ήταν μια φτηνή λύση για το κράτος και τους ψυχιάτρους συμβούλους του, άσχετα αν οι εγκαταστάσεις ήταν ακατάλληλες ακόμα και για ζώα. Δε χρειάστηκαν παρά οι υπογραφές των υπευθύνων ψυχιάτρων - θεραπόντων στα διάφορα ψυχιατρεία και το στρίμωγμα εκατοντάδων, κάθε φορά, ανίδεων εγκλείστων των ψυχιατρείων, μέσα σε αρματαγωγά του πολεμικού ναυτικού, με ένα αριθμό στο στήθος - που ανταποκρινόταν σε ένα όνομα πάνω σ΄ ένα χαρτί - και το ξεφόρτωμά τους σε μια Λέρο, που στην αρχή είχε ετοιμάσει υποδοχή, αλλά εξακολουθούσε να είναι αμήχανη και ανίδεη για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει, όσον αφορά την εξάρτηση του νησιού από ένα ίδρυμα, που έμελλε να πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις.
Μερικοί από τους καρφιτσωμένους αριθμούς στο στήθος των μεταφερομένων χάθηκαν στο δρόμο και μέχρι σήμερα μερικοί στο ψυχιατρείο της Λέρου δεν έχουν όνομα. Από τον αρχικό αποκλεισμό του ψυχικά πάσχοντα και την αντικειμενοποίησή του σε μια αφηρημένη αρρώστια, αποκομμένη από την κοινωνική του ύπαρξη, μέσα από την ιδρυματική εκμηδένιση και απανυρωποποίησή του, στον ουσιαστικό ψυχικό, υπαρξιακό και κοινωνικό του θάνατο, μέσα σε μια ζωώδη κατάσταση και μεταχείριση. Δουλεύοντας τα τελευταία πέντε χρόνια στη Λέρο για την υλοποίηση των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμμάτων μεταρρύθμισης του ψυχιατρείου, ήταν εκπληκτικό να βλέπει κανείς τα ανθρώπινα αποθέματα και την προσωπική δύναμη και αντίσταση, που κράτησε ο καθένας από τους εγκλείστους βαθιά μέσα του, παρ΄ όλη την ιδρυματική βία που υπέστη και που έγινε δυνατό να εκφραστούν, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία και η ελευθερία.
Δεν υπάρχει, ίσως, πιο απλός και καθαρός χαρακτηρισμός για το τι ήταν στο βάθος η επιχείρηση μεταφοράς των χιλιάδων ασθενών στη Λέρο, από τη δήλωση, πριν μερικά χρόνια, ψυχιάτρου, που εργαζόταν στο Ψυχιατρείο: "Εμείς τους αγαπήσαμε και τους περιθάλψαμε τους ασθενείς. Επί Χίτλερ θα τους είχαν κάνει σαπούνι...". Ήταν, πράγματι, αυτή η μαζική εξορία αντίστοιχη με την αντιμετώπιση των αποκληθέντων "ζώων ανάξιων να ζουν" των χιτλερικών στρατοπέδων, με τη μέθοδο της ευθανασίας στους θαλάμους των αερίων. Με τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967-74, η Λέρος, μετά τη Γυάρο, γίνεται ξανά ένας τόπος στρατοπέδων συγκεντρώσεως των πολιτικών κρατουμένων. Περίπου 4.000 πολιτικοί κρατούμενοι έζησαν 4 χρόνια στη Λέρο μέσα σε δύο στρατόπεδα, στο Λακκί και στο Παρθένι. Το στρατόπεδο του Λακκίου στεγάστηκε σε δυο μεγάλα μισογκρεμισμένα κτίρια, στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου Λεπιδων, όπου παλιά είχαν λειτουργήσει οι βασιλικές τεχνικές σχολές. Εκεί αργότερα, το 1985, στεγάστηκε, στο ένα από αυτά, το περίπτερο 16 του Ψυχιατρείου, το γνωστό σαν περίπτερο των "γυμνών", που αποτέλεσε και την πέτρα του σκανδάλου, που ξέσπασε και δημιούργησε την αντίστροφη μέτρηση για τη δημιουργία των συνθηκών για την παρέμβαση για τη ριζική αλλαγή που ακολούθησε μετά το 1990.
Αυτή τη φορά, πολιτικοί κρατούμενοι και έγκλειστοι ψυχασθενείς κατοικούν σε γειτονικούς χώρους στο Λακκί. Τους χωρίζει ένα συρματόπλεγμα. Πίσω από την κάθε πλευρά του οι δυο ομάδες ασφυκτιούν φυλακισμένες. Υπάρχει μια μικρή, αλλά χαρακτηριστική αναφορά στο αφήγημα ενός πολιτικού κρατούμενου στο στρατόπεδο Λακκίου, που εκφράζει τις εντυπώσεις από τη γειτονιά: "...στη συνέχεια πετύχαμε πρωινό μπάνιο στη θάλασσα, υπό φρούρηση χωροφυλάκων, ολόγυρα με πολυβόλα και αυτόματα. Το μπάνιο γινόταν κοντά στο "κέντρο ανιάτων ψυχοπαθών Λέρου". Τα κτίρια των τραγικών αυτών ανθρώπων, οι οποίοι ανέρχονταν στους χίλιους, ήταν περιφραγμένα με γερό συρματόπλεγμα. Σαν περνούσαμε από δίπλα τους με συνοδεία, τρέχαν μερικοί στο σύρμα και ζητούσαν τσιγάρα. Άλλοι πάλι έβριζαν τους χωροφύλακες. Ορισμένοι εξόριστοι αναγνώρισαν συμπατριώτες τους παλιούς πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι στο παρελθόν βασανίστηκαν και τρελάθηκαν. Μήπως και τώρα δεν μας απειλούν τα πορωμένα όργανα της χούντας ότι θάχουμε την ίδια τύχη με τους διπλανούς; (εννοώντας τους δυστυχισμένους ψυχοπαθείς)".
Πράγματι, οι περισσότεροι από τους εγκλείστους ψυχοπαθείς στη Λέρο είχαν αρρωστήσει για πρώτη φορά τη δεκαετία του ΄40, μια δεκαετία που ξεκίνησε με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία, συνεχίστηκε με τη γερμανική κατοχή και την Αντίσταση και τελείωσε με τον εμφύλιο πόλεμο, που ακολουθήθηκε με εκτελέσεις, δολοφονίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο, που αποτελεί παρενέργεια των επιλογών της κεντρικής εξουσίας για χρήση της Λέρου σαν τόπο εξορίας και ιδρυμάτων, είναι η ανάπτυξη της "ιδρυματικής οικονομίας". Τα οικονομικά συμφέροντα που δημιουργούνται, πρώτα μέσα από την ανάληψη των προμηθειών του ψυχιατρείου και εν συνεχεία της τροφοδοσίας του στρατοπέδου πολιτικών κρατουμένων για τέσσερα χρόνια οδήγησε στη δημιουργία μιας τέτοιας κατάστασης, που έκανε ικανούς ορισμένους κύκλους μεγάλων συμφερόντων του νησιού να διαμαρτυρηθούν, όταν η στρατιωτική δικτατορία έδωσε αμνηστία το 1971 σε πολλούς πολιτικούς κρατούμενους και διέλυσε τα στρατόπεδα της Λέρου, μεταφέροντας τους υπόλοιπους σε άλλες περιοχές της χώρας. Οι κύκλοι αυτοί ζητούσαν να μείνουν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη Λέρο.
Η εξάρτηση της οικονομίας του νησιού από τα ιδρύματα - και σήμερα από το Ψυχιατρείο - είχε σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στην κοινωνικοοικονομική ζωή και την απασχόληση στο νησί, αλλά και στη διαμόρφωση της κουλτούρας και της ταυτότητας των κατοίκων. Δεκαετίες απασχόλησης στην υπηρεσία των "ιδρυμάτων της βίας", δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσουν βαθιά τη νοοτροπία και τις προσδοκίες των κατοίκων. Είναι οι σύνθετες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού στο επίπεδο όλης της ελληνικής κοινωνίας, ένας ορισμένος τρόπος άσκησης της ψυχιατρικής (το παράδειγμα της θετικιστικής, ταξινομητικής ψυχιατρικής, που έλκει την καταγωγή του στον 19ο αιώνα) και ένας τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας, που τα αποτελέσματά τους φορτώθηκαν πάνω σ΄ ένα νησί. Οι πολύπλευρες δυνατότητες και παραδόσεις ενός όμορφου νησιού ακρωτηριάστηκαν για πολλές δεκαετίες.
Στο διάστημα 1991-1996 υλοποιήθηκαν στο Ψυχιατρείο της Λέρου προγράμματα, χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που άλλαξαν ριζικά την κατάσταση των ψυχιατρικών εγκλείστων. Εκατοντάδες "ασθενείς" ζούσαν στο εξής σε διαμερίσματα μέσα στην κοινότητα της Λέρου ή σε ξενώνες διάσπαρτους στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Το περίπτερο των "γυμνών", το γνωστό "16ο", έκλεισε και πολλοί από αυτούς ζούσαν σε εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα. Η μεγάλη πλειοψηφία των "ασθενών" ζούσε ή έζησε στη συνέχεια σε μικρές δομές, πολλές από αυτές στο χώρο ιδιοκτησίας του ψυχιατρείου. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρικό τμήμα, με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Η έννοια και η πρακτική των δικαιωμάτων των "ασθενών" ή πρώην "ασθενών", σαν πολιτών, ήρθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Βέβαια και ο επανενταγμένος ένοικος του ομαδικού διαμερίσματος παραμένει ένας φτωχός πολίτης, που δεν έχει ακόμα κατοχυρωμένα όλα τα δικαιώματα του πολίτη, για τον οποίο γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθεί πραγματικά μέσα στη σημερινή κοινωνία - μια κοινωνία που δεν έχει αλλάξει ή μάλλον έχει επιδεινωθεί, στις βασικές της παραμέτρους: τις ταξικές, ανταγωνιστικές σχέσεις, τις ρατσιστικές διακρίσεις, τις αέναες διαδικασίες του κοινωνικού αποκλεισμού ολοένα και περισσότερων ομάδων, τη φτώχεια και την ανεργία. Οι ίδιες οι συνεταιριστικές δραστηριότητες, που έχουν ξεκινήσει στο ψυχιατρείο της Λέρου, προσπαθούν μέσα από πολύπλοκες συμπληγάδες, να ορθοποδήσουν και ν΄ αναπτυχθούν σε κοινωνικές επιχειρήσεις - έγραφα το 1996 -. Η ζωή των ανθρώπων έχει αλλάξει. Δεν είναι, όμως, σίγουρο ότι το έγκλημα που διαπράχθηκε τα προηγούμενα χρόνια κατά χιλιάδων ανθρώπων, έχει πραγματικά κατανοηθεί και ότι έχουν βγει τα αναγκαία μαθήματα. Πάνω απ΄ όλα οι ίδιοι οι έγκλειστοι δεν είναι πρόθυμοι να ξεχάσουν. Αντίθετα, η επαφή τους με την κοινωνία, με το δίκτυο των κοινωνικών συναλλαγών, τους κάνει να θυμούνται. Να θυμούνται και να νοσταλγούν. Να νοσταλγούν και να επιθυμούν. Να επιθυμούν και να είναι ανικανοποίητοι.
Πολλοί αισθάνονται ότι και στο διαμέρισμα είναι εξόριστοι. Θυμούνται το σπίτι τους, θυμούνται τη ζωή που έχασαν. Η έξοδος από το ψυχιατρείο δεν είναι, πολλές φορές, παρά η δραστηριοποίηση μιας οδυνηρής μνήμης. Από τον εγκλεισμό και τον ψυχικό και υπαρξιακό θάνατο, από την έλλειψη κάθε ελπίδας, στην ελευθερία, την ελπίδα, τη νοσταλγία, την επιθυμία, τη βίωση των αφόρητων κοινωνικών αντιφάσεων. Το αίσθημα του "εξόριστου", αυτού που ζει "ελεύθερος" πάνω σ΄ ένα νησί, από το οποίο επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να φύγει, κυρίως γιατί δεν έχει πού να πάει, αυτό το αίσθημα του "ξεριζωμένου", θέτει υπό αμφισβήτηση και την ίδια τη νεοαποχτημένη ελευθερία. Ανάλογη είναι η εξορία αυτού που φυτοζωεί στο χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα στην πόλη, στα κράσπεδα του οργανωμένου κοινωνικού ιστού. Πού και πότε τελειώνει η εξορία; Η "φυλακή" που βιώνει κανείς μέσα στην κοινωνία, μπορεί, μερικές φορές, να είναι πιο οδυνηρή και πιο ασφυκτική, αλλά συνάμα, ο βαθμός συνειδητοποίησης των κοινωνικών αντιφάσεων και της θέσης του καθενός μέσα σ΄ αυτές είναι πιο υψηλός.
Αυτό που θέτουν, εξ αντικειμένου, οι έγκλειστοι και πρώην έγκλειστοι της Λέρου (όλων των ειδών οι πρώην έγκλειστοι) είναι το πώς ξεπερνιέται η εξορία, σαν προϊόν αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων, πώς αναλαμβάνει κανείς τις ευθύνες του και την ελευθερία του, σαν υποκείμενο, ατομικό και συλλογικό, στη διαδικασία ενός κοινωνικού μετασχηματισμού, που δε θα έχει πια ανάγκη από στρατόπεδα "κοινωνικών αποβλήτων".
"ΑΠΟΨΗ του στρατοπέδου στον Αι Στράτη", Ακουαρέλα και χημικό μολύβι
"Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ" Αγιογραφία εξορίστων στη Λέρο, στην Αγία Κιουρά, Λέρου