ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ


Απόπστολος Ευαγγέλου

                
                      Αντώνης Καράγγιολης

Αλέξανδρος Καρπαθάκης



Κώστας Κογιόπουλος

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ.
Η νήσος Λέρος έχει έκταση περίπου 53 τετρ. χλμ.. Το έδαφος είναι λοφώδες με  μικρές πεδιάδες. Περιβάλλεται βόρεια και ανατολικά από αρκετά ακατοίκητα νησάκια. Το μεγαλύτερο είναι ο Αρχάγγελος.
Έχει ακανόνιστο σχήμα που διαιρείται σε τρείς τομείς από δύο ισθμούς και επτά όρμους. Από βορά προς νότο βρίσκονται το Παρθένι, ο Πλεφούτης, τα Άλιντα, το Παντέλι, ο Ξηρόκαμπος, το Λακκί και η Γούρνα.
Το νησί αποτελείται από ένα Δήμο με έδρα στην Αγία Μαρίνα.

 ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Λέρος είναι γνωστή και σαν το νησί της Άρτεμης. Είναι η πατρίδα του ιστορικού Φερεκύδη και του φιλοσόφου Δημόδοκου.
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Φοίνικες, οι Λέλεγες και οι Κάρες. Η Λέρος πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Λόγω της γειτνιάσεως με την Μίλητο αναπτύχθηκαν στενές οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις και δέχθηκε έντονη Ιωνική επίδραση.
Το 494 π.χ. καταλήφθηκε μαζί με την Μίλητο από τους Πέρσες.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η Λέρος ακολούθησε το δημοκρατικό σύστημα των Αθηναίων. Οι ασφαλείς όρμοι της συχνά ήταν καταφύγιο των εμπολέμων.
Τελικά περιήλθε στην κυριαρχία των Σπαρτιατών και ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων Δωδεκανήσων κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια και την περίοδο του Βυζαντίου.
Το 1309 καταλήφθηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες, που την κράτησαν έως το 1521, που καταλήφθηκε από τους Τούρκους.
Στην ελληνική επανάσταση του 1821 ο Ιωάννης Συμπέκης και αρκετοί Λεριοί  βοήθησαν στον αγώνα. Το νησί έγινε σημαντική βάση ανεφοδιασμού του ελληνικού στόλου. Μετά το τέλος του αγώνα το νησί περιλήφθηκε στο ελεύθερο μέρος της Ελλάδας και υπαγόταν στην δικαιοδοσία του Εκτάκτου Επιτρόπου Ανατολικών Σποράδων. Αλλά με την συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1832 τα Δωδεκάνησα έμειναν έξω από τα όρια του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους και η  Λέρος ανήκε στο Σαντζάκι με πρωτεύουσα την Χίο.
Επειδή ανήκε στα προνομιούχα νησιά απολάμβανε ένα είδος αυτονομίας.
Η παιδεία στην Λέρο από το τέλος του 19ου αιώνα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Το 1882  χτίσθηκε το ελληνικό σχολείο και  αργότερα το 1886 η Αστική σχολή,  το 1912 το Νικολαϊδειον παρθεναγωγείο, και Μαλαχίειο νηπιαγωγείο, όλα δωρεές προσώπων ή της Αδελφότητας Λεριών του Καΐρου.
Η Λέρος ανέδειξε μεγάλους τοπικούς και εθνικούς ευεργέτες. Βασίλειος Νικολαϊδης, Νικόλαος Τσιγαδάς, Παναγιώτης Τράκκας, Θεολόγος Μαρκόπουλος, Νικήτας Ρούσος, Θεόδωρος Μαλαχίας, Παρίσης Μπελέννης κ. ά.
Μεγάλοι άνδρες της Λέρου είναι ο Εμμανουήλ Καραγιαννόπουλος, ο Ιωάννης Πιζάνης, ο Εμμανουήλ Γεδεών, ο Γεώργιος Ρούσος και ο Θεολόγος Νικολούδης.     
Το 1912 το νησί καταλήφθηκε από το ιταλικό θωρηκτό San Giorgio στα πλαίσια του Ιταλοτουρκικού πολέμου. Λόγω των φυσικών λιμανιών που διαθέτει, οι Ιταλοί εξόπλισαν το νησί και το μετέτρεψαν σε ενισχυμένη ναυτική βάση και αεροναύσταθμο. Από το τέλος της δεκαετίας του 1920 γίνονται μεγάλα οχυρωματικά έργα και την δεκαετία του 1930 κτίζεται μια ολόκληρη πόλη, το Λακκί.
Το 1923 με την συνθήκη της Λοζάννης τα νησιά μένουν οριστικά στην Ιταλία. Η πολιτική των Ιταλών αποσκοπούσε στον εξιταλισμό των νησιών, απαγορεύθηκε η ελληνική παιδεία και διώχθηκε ο ορθόδοξος κλήρος.
Το 1940 η Ιταλία βγαίνει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, η Λέρος δέχεται παρενοχλήσεις και βομβαρδισμούς από την αγγλική αεροπορία
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η Ιταλία αδύναμη να συνεχίσει τον πόλεμο μαζί με την Γερμανία, υπογράφει ανακωχή και περνάει στο στρατόπεδο των συμμάχων.
Μετά την ιταλική ανακωχή έφθασαν στην Λέρο αγγλικές ενισχύσεις.
Το νησί θα δοκιμαστεί από τους συνεχείς γερμανικούς βομβαρδισμούς.
Στις 26 Σεπτεμβρίου βυθίζεται από γερμανικά αεροπλάνα στο Λακκί το ένδοξο ελληνικό αντιτορπιλικό Βασίλισσα Όλγα και το αγγλικό Intrepid.
Στις 18 Νοεμβρίου το νησί καταλήφθηκε μετά από σκληρές μάχες από τους Γερμανούς, που θα παραμείνουν έως στις 8 Μαΐου, που παραδόθηκε η Γερμανία.


Συνέχισε η αγγλική κατοχή που κράτησε έως τις 31 Μαΐου 1947.
Στις 7 Μαρτίου 1948 ενσωματώθηκε και τυπικά μαζί με τα άλλα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα.





 

Μάνος Μαστοράκος


12-16 Νοεμβρίου 1943

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΟΛΕΜΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ» Νο 35 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2000


Η ιταλική συνθηκολόγηση της 8ης Σεπτεμβρίου 1943 δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επέμβαση των Βρετανών στον χώρο του Αιγαίου και ειδικότερα την Δωδεκάνησο, με απώτερο σκοπό την πρόθεση του Τσώρτσιλ για προσέλκυση της Τουρκίας στο πλευρό των Συμμάχων. Αυτή η προοπτική που είχε τις απαρχές της ήδη στο 1941 αλλά λόγω της γενικότερης πολεμικής καταστάσεως είχε περιπέσει στο περιθώριο, επανήλθε στο προσκήνιο κατά τις αρχές του 1943 όταν έγινε φανερό ότι τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα της Αφρικής οδηγούντο στην ήττα και στην συνέχεια θα επακολουθούσε η συμμαχική εισβολή στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό άρχισαν διπλωματικές επαφές μεταξύ της βρετανικής και τουρκικής κυβερνήσεως και προσφορές, από την πρώτη αξιόλογων ποσοτήτων πολεμικού υλικού που θα ενδυνάμωνε τον παρωχημένης τεχνολογίας Τουρκικό Στρατό. Η βρετανική πολιτική που δεν εδίστασε να θέσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων και την μεταπολεμική τύχη της έως τότε ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου, σύμφωνα και με την ανακίνηση σχετικών αξιώσεων από την τουρκική πλευρά, είχε να αντιμετωπίσει τα γερμανικά αντίμετρα τα οποία επέσειαν την απειλή αντιποίνων σε βάρος της Τουρκίας στην περίπτωση που η χώρα αυτή συμπαρατασσόταν με τους Συμμάχους. Πέρα όμως από την γερμανική παρέμβαση που υποχρεωτικά δια του φόβου αδρανοποιούσε την Τουρκία, η Βρετανία είχε να αντιμετωπίσει και την αμερικανική καχυποψία που έβλεπε στο βρετανικό ενδιαφέρον όχι κάποιον αποχρώντα στρατηγικό ρόλο, αλλά απλώς την συνήθη βρετανική πολιτική που αποσκοπούσε στην διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας στην ευρύτερη περιοχή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν επιθυμητό στους επίσημους αμερικανικούς κύκλους που απέβλεπαν στην κυριαρχική θέση των ΗΠΑ στην πετρελαιοφόρο ζώνη της Μέσης Ανατολής κατά την μεταπολεμική περίοδο, πράγμα που όντως συνέβη. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν οι συνθήκες απαίτησαν μια ταχεία συμμαχική επέμβαση στην Δωδεκάνησο, οι Βρετανοί παρά τα προπαρασκευασθέντα σχέδια, λόγω ελλείψεως ιδίων μέσων αλλά και λόγω των προσχηματικών αρνήσεων των Αμερικανών να παράσχουν έστω και προσωρινά αντίστοιχο υλικό (αποβατικά πλοία και μεταφορικά αεροπλάνα) δεν κατάφεραν να ενισχύσουν τους Ιταλούς παρά με ελάχιστα τμήματα τα οποία ουσιαστικά ήταν αδύνατο να παράσχουν αξία λόγου συνδρομή στον αγώνα κατά των Γερμανών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πρώτη υπέκυψε στις γερμανικές ενέργειες η Ρόδος, όταν η ιταλική φρουρά που ανήρχετο σε 35.000 άνδρες περίπου κατέθεσε τα όπλα, ύστερα από διήμερες συγκρούσεις (9-11 Σεπτεμβρίου) στους 6.500 Γερμανούς της Μεραρχίας Εφόδου «Ρόδος» η οποία είχε σταδιακά συγκροτηθεί στο νησί από τα τέλη της περασμένης ανοίξεως. Η πτώση της Ρόδου ήταν πρωτευούσης σημασίας γιατί όχι μόνο απεφράσσετο με την παράλληλη κατάληψη της Καρπάθου και την εξασφάλιση της Κρήτης η είσοδος των Βρετανών στο Αιγαίο, αλλά και γιατί απωλέσθηκαν τα πολύτιμα αεροδρόμια των Μαριτσών και του Γαδουρρά από τα οποία μια αεροπορική δύναμη θα μπορούσε να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις στην περιοχή. Αυτό σήμαινε ότι στην διάθεση των βρετανοϊταλικών στρατευμάτων που από κοινού αποπειράθηκαν να διατηρήσουν την Κω, την Λέρο, την Σάμο καθώς και κάποια άλλα μικρότερα νησιά, απέμειναν μονάχα οι υποτυπώδεις διάδρομοι της Κω, ενώ την κυρίως αεροπορική ενίσχυση θα παρείχαν σχηματισμοί που θα εξορμούσαν από την Κύπρο. Φυσικά η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη, μην επιτρέποντας την χρήση μονοκινητηρίων και πιο ευέλικτων καταδιωκτικών παρά μόνο των βαρυτέρων δικινητηρίωνΜπωφάϊτερ. Σε αντίθεση με τους Βρετανούς οι Γερμανοί είχαν την δυνατότητα χρήσεως πολυάριθμων αεροδρομίων τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στην Κρήτη και την Ρόδο, σε μικρή απόσταση από το μέτωπο, επομένως και την ευχέρεια πραγματοποιήσεως πολύ περισσοτέρων εξόδων ανά ημέρα. Επιπλέον, οι Γερμανοί άρχισαν ταχέως να συγκεντρώνουν αεροπορικές δυνάμεις από άλλα σημεία της Μεσογείου και την Ρωσίας, ούτως ώστε την 10η Νοεμβρίου, δηλαδή δύο ημέρες πριν την επίθεση κατά της Λέρου, ο αριθμός των αεροσκαφών να ανέλθει σε 357. Σε αυτά περιελαμβάνοντο δύο Σμηναρχίες της 27ης Πτέρυγος Διώξεως με καταδιωκτικά Me-109G6, Μοίρες βομβαρδιστικών Γιούνκερς 88 και καθέτου εφορμήσεων Γιούνκερς 87 «Στούκα», που επρόκειτο στο Αιγαίο να επιδείξουν και πάλι την καταστρεπτική ισχύ τους. Αξιοσημείωτη ήταν η παρουσία 12 βομβαρδιστικών Ντορνιέ 217Κ3 της 12ης Μοίρας της 100ης Πτέρυγος Μάχης (12/KG100) τα οποία ήσαν εφοδιασμένα με κατευθυνόμενα βλήματα αέρος-επιφανείαςΧένσελ 123 - Hs 123, τα οποία μόλις πρόσφατα είχαν εισαχθεί το γερμανικό οπλοστάσιο. Έτσι για πρώτη φορά ύστερα από το 1941, οι Γερμανοί σε κάποιο σημείο της Μεσογείου διέθεταν καθολική αεροπορική υπεροχή απέναντι στους Συμμάχους.
Εάν η γερμανική ισχύς στον αέρα ήταν αδιαφιλονίκητη, δεν συνέβαινε το ίδιο στην θάλασσα όπου τα ναυτικά μέσα ήσαν πραγματικά φτωχά. Το Γερμανικό Ναυτικό μόλις μετά την ιταλική συνθηκολόγηση μπόρεσε να εντάξει στην δύναμη του 6 παλαιά ιταλικάαντιτορπιλλικά τα οποία κυριεύθηκαν με εγχειρήματα στον Πειραιά και την Κρήτη. Τα πλοία αυτά συγκρότησαν τον 9ο ΣτολίσκοΤορπιλλοβόλων υπό την διοίκηση του Αντιπλοίαρχου Β. Ρίντε αλλά δεν επρόκειτο να εισέλθουν στις επιχειρήσεις παρά τις παραμονές της εφόδου κατά της Λέρου, καθώς λόγω κακής εν γένει καταστάσεως έχρηζαν πολλών επισκευών και βελτιώσεων. Υπήρχαν επίσης 10-12 ναρκαλιευτικά του 12ου Στολίσκου Ναρκαλιευτικών καθώς και ένα μοναδικό υποβρύχιο, το U-565. Το βάρος των συνοδειών των νηοπομπών θα αναλάμβανε ο κυριώτερος έως τότε γερμανικός ναυτικός σχηματισμός στο Αιγαίο, ο 21ος Ανθυποβρυχιακός Στολίσκος με διοικητή τον Πλωτάρχη δρ. Γκ. Μπραντ, που περιελάμβανε 1 πρώην ιταλικό αντιτορπιλλικό, 2 ναρκοθέτιδες και 11 ανθυποβρυχιακά σκάφη, κατά κύριο λόγο μετασκευασμένα αλιευτικά, από τα οποία 5 ήσαν ξύλινης κατασκευής.
Στα χερσαία τμήματα η κατάσταση ήταν εμφανώς καλύτερη καθώς σχηματίσθηκε το Συγκρότημα Μάχης του Στρατηγού ΦρήντριχΜύλλερ (Kampfgruppe Muller) διοικητού της 22ας Μεραρχίας Πεζικού στην Κρήτη. Το Συγκρότημα αυτό περιελάμβανε τα ΙΙ/16 και ΙΙ/65 Τάγματα της 22ας Μεραρχίας, το ΙΙΙ/440 από το βόρειο Αιγαίο, τον 2ο Λόχο του 22ου Τάγματος Μηχανικού και δύο επίλεκτες μονάδες της Μεραρχίας «Μπράντενμπουργκ», τον 1ο Λόχο Αμφιβίων Καταδρομέων (Kustenjager) καθώς και τον 15ο Λόχο Αλεξιπτωτιστών. Ως μονάδες υποστηρίξεως διετέθησαν οι 3η και 4η Πυροβολαρχίες του 22ου Συντάγματος Πυροβολικού καθώς και η 3η Αντιαεροπορική Πυροβολαρχία της 22ης Αντιαεροπορικής Μοίρας. Αργότερα, για την επιχείρηση, οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν με το ΙΙ/22 Τάγμα της 11ης Μεραρχίας Εκστρατείας της Λουφτβάφφε, το Ι/2 Τάγμα Αλεξιπτωτιστών που μεταφέρθηκε από την Ιταλία και το ΙΙΙ/1 Τάγμα «Μπραντενμπούργκερ».
Από την άλλη πλευρά οι Βρετανοί διέθεταν 6 αντιτορπιλλικά στόλου, 2 αντιτορπιλλικά τύπου «Χαντ», 10 υποβρύχια, 16 ταχύπλοαML, 10 καΐκια και 3 ταχύπλοα της RΑF. Τα σκάφη αυτά αργότερα ενισχύθηκαν και με άλλα αντιτορπιλλικά καθώς και καταδρομικά, διατηρώντας έτσι αδιαφιλονίκητα την ναυτική κυριαρχία.
Όσον αφορά στα χερσαία τμήματα της «Ομάδος Ερήμου Μακράς Ακτίνος» (LRDG) και της Μοίρας Ειδικών Σκαφών (SBS) καθώς και της 234ης Ταξιαρχίας Πεζικού απεστάλησαν τις πρώτες ημέρες μετά την ιταλική συνθηκολόγηση στην Μεγίστη, Σύμη, Πάτμο, Κω, Λέρο και Σάμο. Την 17η Σεπτεμβρίου το Τάγμα 1ο/ «Ντάρχαμ Λαϊτ Ίνφαντρυ» (1st/ Durham Light Infantry) με την 7η Μοίρα Διώξεως της Νοτιοαφρικανικής Αεροπορίας αποβιβάσθηκε στην Κω. Την ίδια ημέρα κατέφθασε στην Λέρο και το μεγαλύτερο μέρος του 2ου Τάγματος «Ρόαγιαλ Αϊρις Φυζιλίρς» (Royal Irish Fysiliers). Την 23η Σεπτεμβρίου το 2ο Τάγμα/ «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» (Royal West Kent) μεταφέρθηκε στην Σάμο. Δύο ημέρες αργότερα βυθίσθηκαν στο Λακκί της Λέρου από αεροπορική επίθεση τααντιτορπιλλικά «Βασίλισσα Όλγα» και «Ιντρέπιντ» (HMS Intrepid). Την 1η Οκτωβρίου προσάραξε επίσης από αεροπορική επίθεση στο Παρθένι Λέρου το ιταλικό αντιτορπιλλικό «Έουρο» (Euro).
Την 3η Οκτωβρίου, το Συγκρότημα Μάχης Μύλλερ, αποφεύγοντας τις συμμαχικές ναυτικές περιπολίες πραγματοποίησε απόβαση στην Κω την οποία και κατέλαβε ύστερα από 24ωρη αντίσταση, συλλαμβάνοντας 1.388 Βρετανούς και 3.145 Ιταλούς. Με την πτώση της Κω χάθηκαν και τα τελευταία αεροδρόμια για τους Συμμάχους, οπότε η τύχη των βορειοτέρων νησιών Λέρου και Σάμου ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη. Οι Βρετανοί όμως, υπό την επίμονη στάση του Τσώρτσιλ, παρέμειναν στα νησιά τα οποία και ενίσχυσαν περαιτέρω διαπραγματευόμενοι παράλληλα με τους Τούρκους την παραχώρηση από αυτούς αεροδρομίων. Οι ενέργειες όμως αυτές δεν απέληξαν πουθενά και ο αγώνας επρόκειτο να συνεχισθεί υπό την πλήρη γερμανική αεροπορική κυριαρχία.
Την νύκτα της 6ης/7ης Οκτωβρίου μια ισχυρή βρετανική μοίρα κατέστρεψε μια γερμανική νηοπομπή που πλησίαζε από τις Κυκλάδες στην Δωδεκάνησο. Τα στρατεύματα που μετεφέροντο επρόκειτο να αντικαταστήσουν τμήματα του Συγκροτήματος Μάχης Μύλλερ που θα επετίθετο κατά της Λέρου. Την 7η Οκτωβρίου κατελήφθη και η Κάλυμνος και την επομένη ύστερα από αεροπορική επίθεση στο στενό της Καρπάθου, το αντιτορπιλλικό «Πάνθερ» (HMS Panther) βυθίσθηκε ενώ το καταδρομικό «Καρλάϊλ» (HMS Carlisle) επλήγηκαι ετέθη εκτός μάχης για ολόκληρη την συνέχεια του πολέμου. Την 17η Οκτωβρίου βυθίσθηκαν 2 ακόμη γερμανικά εμπορικά πλοία και την ίδια νύκτα τα αντιτορπιλλικά «Μιαούλης» και «Χάρσλεϋ» (HMS Hursley) βύθισαν 3 μικρά σκάφη μεταξύ Κω και Καλύμνου. Αυτές οι καταβυθίσεις που έπληξαν τις προπαρασκευές της επιθέσεως κατά της Λέρου υποχρέωσαν την γερμανική διοίκηση να αναβάλλει για τον Νοέμβριο την απόβαση στο νησί.
Την 22α Οκτωβρίου τα αντιτορπιλλικά «Αδρίας» και «Χέργουωρθ» (HMS Hurworth) έπεσαν σε γερμανικό ναρκοπέδιο ανατολικά της Καλύμνου, με αποτέλεσμα την καταβύθιση του βρετανικού αντιτορπιλλικού και την αποκοπή της πλώρης του «Αδρία» που βρήκε καταφύγιο στις τουρκικές ακτές, για να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια στις 5 Δεκεμβρίου, ύστερα από περιπετειώδη πλού. Την 24ηΟκτωβρίου, πάλι από θαλασσία νάρκη, το αντιτορπιλλικό «Εκλίπς» (HMS Eclipse) βυθίσθηκε παρασύροντας στον βυθό και 157 άνδρες του 4ου Τάγματος «Μπαφς» (The Buffs) που κατηυθύνοντο προς την Λέρο. Συνολικά, μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι είχαν απωλέσει 5 αντιτορπιλλικά (1 ελληνικό) 2 υποβρύχια (1 ελληνικό) και μερικά μικρότερα σκάφη. Ζημιές είχαν υποστεί 4 καταδρομικά, 2 αντιτορπιλλικά (1 ελληνικό) κι ένας ακόμη αριθμός ελαφρύτερων μονάδων.
Η ενίσχυση ωστόσο της Λέρου συνεχίσθηκε και την 5η Νοεμβρίου στο νησί υπήρχαν 3 βρετανικά τάγματα πεζικού ενισχυμένα με μια πυροβολαρχία των 25 λιβρών, καθώς και ένα απόσπασμα της LRDG και της SBS, δυνάμεως 100 ανδρών. Υπήρχαν ακόμη και τα συνήθη τμήματα Μηχανικού, Διαβιβάσεων, Υγειονομικού κ.λπ. Διοικητής ήταν ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ ο οποίος αντικατέστησε αυτή την ημέρα τον Στρατηγό Μπρίττορους. Το βασικό σχέδιο άμυνας του ταξιάρχου ήταν κάθε Τάγμα να αναλάβει και ένα τμήμα του νησιού και σε συνεργασία με τις ιταλικές πυροβολαρχίες που ήσαν διάσπαρτες σε ολόκληρη την Λέρο, να αποκρούσει επί των ακτών τον εισβολέα. Έτσι το 4ο «Μπαφς» εγκαταστάθηκε στην βόρεια Λέρο, το 2ο «Ρόαγιαλ Άϊρις Φυζιλίρς» στην κεντρική Λέρο και το 1ο«Κίνγκς Όουν» στην νότια. Με την κατανομή αυτή και τους τομείς που έπρεπε να καλυφθούν, δεν υπήρχε ισχυρή εφεδρεία για να επέμβει στους επαπειλούμενους τομείς και γι’ αυτόν τον λόγο ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ ζήτησε ένα επιπλέον τάγμα. Το μοναδικό όμως διατιθέμενο ήταν το 2ο «Ρόαγιαλ Ουέστ Κέντ» το οποίο ευρίσκετο ως φρουρά στην Σάμο μαζί με τον ελληνικό «Ιερό Λόχο». Επειδή για πολιτικούς λόγους διατηρήσεως των λεπτών ισορροπιών μεταξύ Βρετανίας και Ιταλίας η ιδέα της μεταφοράς του «Ιερού Λόχου»απεκλείετο σε ιταλοκρατούμενο ακόμη έδαφος, δεν απέμενε παρά το 2ο «Ρόαγιαλ Ουέστ Κέντ» το οποίο πλην ενός Λόχου πουευρίσκετο ήδη στην Λέρο, δεν υπήρχε προς το παρόν περίπτωση να μετακινηθεί στο νησί. Το αίτημα λοιπόν του Τίλνεϋ δεν ικανοποιήθηκε και η άμυνα της Λέρου στηρίχθηκε στα ήδη υπάρχοντα τμήματα.
Από την ιταλική πλευρά υπήρχε στα χαρτιά μια εντυπωσιακή δύναμη πυροβολικού συμποσούμενη σε τρεις πυροβολαρχίες των 152χλστ. δύο των 120 χλστ. τέσσερεις των 102 χλστ. μία των 90 χλστ. και 14 των 76 χλστ. Οι πυροβολαρχίες αυτές ήσαν τοποθετημένες περιμετρικά της Λέρου με αποστολή την προσβολή θαλασσίων στόχων, ενώ εκείνες με το μικρότερο διαμέτρημα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σε αντιαεροπορικά καθήκοντα. Πλάϊ σε αυτές υπήρχαν για αντιαεροπορική άμυνα 14 πυροβόλα των 102 χλστ. 6 των 90 χλστ. 38 των 76 χλστ. και 49 μυδραλλιοβόλα. Όμως οι θέσεις των πυροβόλων ήσαν ακάλυπτες, η παραλλαγή ελλιπής και τα περισσότερα των πυροβόλων ήταν σχετικά παλαιά και με περιορισμένο βεληνεκές. Το απόθεμα των πυρομαχικών όσον αφορά στα αντιαεροπορικά, ύστερα από τις συνεχείς γερμανικές αεροπορικές επιδρομές που είχαν αρχίσει από το τρίτο δεκαήμερο Σεπτεμβρίου σε καθημερινή σχεδόν βάση, είχε αρχίσει να σημειώνει αισθητή πτώση. Υπήρχε ακόμη ένα Τάγμα του 10ου Συντάγματος Πεζικού υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Λιβόλσι το οποίο όμως είχε αναλάβει στατικά καθήκοντα και ουσιαστικά δεν υπολογιζόταν από τον Βρετανό διοικητή. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από τις πρώτες ημέρες της βρετανοϊταλικής συνεργασίας επικράτησε ένα πνεύμα καχυποψίας αν όχι ψυχρότητος, δικαιολογημένης άλλωστε ύστερα από τρία χρόνια πολέμου, που εμπόδισε την αξιοποίηση των διαθεσίμων δυνάμεων. Ο Ναύαρχος Λουίτζι Μασκέρπα, διοικητής της Λέρου, κράτησε μια στάση που μπορεί να προσδιορισθεί ως διαφύλαξη της ιταλικής τιμής απέναντι τόσο στους Γερμανούς όσο και στους Βρετανούς, διατυπώνοντας ειδικά προς τους τελευταίους κρίσεις και αιτήματα τα οποία σύντομα οδήγησαν το Κάϊρο να ζητήσει την αντικατάστασή του. Η κυβέρνησηΜπαντόλιο απεδέχθη το αίτημα αλλά ο Μασκέρπα με δική του πρωτοβουλία αγνόησε το μήνυμα που τον υποχρέωνε να φύγει από την Λέρο και παρέμεινε μέχρι τέλους της μάχης κοντά στα στρατεύματά του. Η έλλειψη όμως συνεργασίας που υπήρξε με τονΜπρίττορους και που οδήγησε στην ανάκληση του τελευταίου, συνεχίσθηκε και με τον Τίλνεϋ αν και σε πιο ήπιους τόνους, με αποτέλεσμα ο Ιταλός ναύαρχος να παραμείνει στο περιθώριο των αποφάσεων και μαζί με αυτόν τα ιταλικά τμήματα, τουλάχιστον τα μάχιμα, να μην συμμετάσχουν ενεργά στην μάχη και το βάρος της οποίας ανέλαβαν σχεδόν αποκλειστικά οι Βρετανοί.
Την άμυνα της Λέρου συμπλήρωναν ορισμένα ανθυποβρυχιακά δίκτυα και θαλάσσια ναρκοπέδια, η ύπαρξη των οποίων ωστόσο ήταν γνωστή στους Γερμανούς. Οι διαβιβάσεις δεν λειτουργούσαν επαρκώς λόγω των συνεχών γερμανικών βομβαρδισμών που είχαν αποκόψει τις τηλεφωνικές γραμμές και μοιραία οι επικοινωνίες εβασίζοντο είτε σε αγγελιοφόρους είτε στην χρήση οπτικών σημάτων. Σαν γενικό συμπέρασμα, η άμυνα της Λέρου που στηρίχθηκε στην ήδη υπάρχουσα ιταλική οργάνωση, παρουσίαζε αρκετά κενά και εγκυμονούσε κινδύνους στην περίπτωση που ένας τολμηρός αντίπαλος αποφάσιζε να επιτεθεί με ανορθόδοξη τακτική.
Οι Γερμανοί τερμάτισαν από την πλευρά τους τις τελευταίες ετοιμασίες της επιθέσεως την 10η Νοεμβρίου σύμφωνα με τοπροβλεφθέν πρόγραμμα. Τότε αφίχθησαν οι τελευταίες νηοπομπές από την Αττική που απετελούντο κατά κύριο λόγο από τα αποβατικά μηχανικού του 780ου Λόχου Αποβάσεων Μηχανικού υπό την διοίκηση του Λοχαγού Γ. Μπούντε. Συνολικά τα μεταφορικά μέσα των Γερμανών ανήρχοντο σε 5 αποβατικά του Ναυτικού μεταφορικής ικανότητος 150-170 ανδρών το καθένα, 13 αποβατικά του Μηχανικού μεταφορικής ικανότητος 70 ανδρών έκαστο, 5 φορτηγίδες Ζίμπελ για μεταφορά υλικών καθώς και 9 σκάφη εφόδου τα οποία ήσαν μικρά ταχύπλοα εξοπλισμένα με πολυβόλα και μεταφορικής ικανότητος περίπου 30 ανδρών. Τα σκάφη σύμφωνα με το σχέδιο που έλαβε την κωδική ονομασία «Ταϊφούν» επρόκειτο να αποβιβάσουν τα τμήματα στις 03.30 της 12ης Νοεμβρίου. Γενικώς επελέγησαν ακτές βραχώδεις προκειμένου να μην εμπέσουν τα τμήματα σε ναρκοπέδια αλλά και για να αιφνιδιασθεί ο αντίπαλος που δεν θα ανέμενε αποβάσεις σε τέτοια σημεία. Το σκοτάδι της νύκτας θα προστάτευε τα αποβατικά από τον εντοπισμό τους και τον βομβαρδισμό από τις επάκτιες πυροβολαρχίες του εχθρού, ενώ οι ακτές αποβάσεως στην πλειονότητά τους ήσαν στο απυρόβλητο, αφού ήσαν καταλήξεις υψωμάτων και οι γωνίες βολής δεν επέτρεπαν την προσβολή τους. Η επίθεση θα εξεδηλώνετο από ανατολικά και δυτικά ταυτόχρονα. Η Δυτική Ομάδα (Westgruppe) απετελείτο από τα 5 αποβατικά του Ναυτικού τα οποία επαρκούσαν για την μεταφορά ολοκλήρου του ΙΙ/16 Τάγματος υπό την διοίκηση του Λοχαγού Άσοφ. Το τάγμα αυτό θα αποβιβαζόταν στον κόλπο της Γούρνας. Η Ανατολική Ομάδα (Ostgruppe) περιελάμβανε τις περισσότερες μονάδες: το Συγκρότημα Μάχης του Ταγματάρχη φονΖάλντερν περιλάμβανε το ΙΙ/65 Τάγμα (μείον 2 διμοιρίες) το ΙΙ/22 Τάγμα της Λουφτβάφφε (130 άνδρες μόνο) και τον 2ο Λόχο του 22ου Τάγματος Μηχανικού (μείον 1 διμοιρία). Τα τμήματα αυτά έπρεπε να αποβιβασθούν στην περιοχή του όρμου Κρυφού και ακολούθως να καταλάβουν τα ύψωμα Κλειδί και την εκεί ευρισκόμενη πυροβολαρχία «Τσιάνο». Βορειότερα στην Βαγιά θααπεβιβάζετο το ΙΙΙ/440 Τάγμα του Λοχαγού Ντερ με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη των πυροβολαρχιών της βορείου Λέρου. Νοτίως του κόλπου των Αλίντων θα αποβιβαζόταν ο 1ος Λόχος Αμφιβίων Καταδρομέων «Μπραντενμπούργκερ» με επικεφαλής τον Λοχαγό Σέντλιχ και αποστολή την κατάληψη του υψώματος Πιτύκι και της πυροβολαρχίας «Λάγκο». Το τελευταίο τμήμα που θα προσέβαλε την Λέρο ήταν το Ι/2 Τάγμα Αλεξιπτωτιστών με διοικητή τον Λοχαγό Κύνε, το οποίο θα ερρίπτετο στην περιοχή του υψώματος Ράχη με σκοπό να αποκόψει την Λέρο στα δύο και να συνενώσει το ανατολικό με το δυτικό προγεφύρωμα. Αφούκατελαμβάνετο το βόρειο τμήμα της Λέρου, εν συνεχεία θα επακολουθούσε η προσβολή του νοτίου τμήματος. Την ημέρα Χ + 1 θααπεβιβάζοντο τα τμήματα των βαρέων όπλων των ΙΙ/16 και ΙΙ/65 Ταγμάτων. Την Χ + 2 ημέρα θα εξεφορτώνοντο οι 3η και 4ηΠυροβολαρχίες/ 22ου Συντάγματος Πυροβολικού καθώς και 2 ουλαμοί της 3ης Αντιαεροπορικής Πυροβολαρχίας/ 22ας Αντιαεροπορικής Μοίρας. Ως εφεδρεία θα ετηρούντο το ΙΙΙ/1 Τάγμα «Μπραντεμπούργκερ» και ο 15ος Λόχος Αλεξιπτωτιστών της ίδιας μεραρχίας. Για αντιπερισπασμό προβλέφθηκε τέλος μια εικονική επίθεση που θα εξετελείτο με 3 μικρά σκάφη στο στενό μεταξύ Λέρου και Καλύμνου. Τα πλοιάρια αυτά δεν επρόκειτο να αποβιβάσουν τμήματα αλλά θα προσπαθούσαν να προσελκύσουν την προσοχή και τα πυρά των πυροβολαρχιών της περιοχής. Την νύκτα της 10ης/11ης Νοεμβρίου, οι Bρετανοί πραγματοποίησαν με 2 ομάδεςαντιτορπιλλικών των 3 σκαφών εκάστη βομβαρδισμούς των λιμένων της Κω και της Καλύμνου. Η πρώτη ομάδα με τα αντιτορπιλλικά«Φόκνορ» (HMS Fauknor) «Μπώφορ» (HMS Beaufort) και «Πίνδος», προσέβαλε τον λιμένα της Κω από απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Ωστόσο τα ανθυποβρυχιακά UJ2110 και UJ2142, τα ναρκαλιευτικά και ορισμένα αποβατικά ήσαν καλυμμένα από τον όγκο του Κάστρου των Ιπποτών και δεν υπέστησαν καμμιά ζημιά. Κατά του λιμένος της Καλύμνου επιτέθηκαν τααντιτορπιλλικά «Πέταρντ (HMS Petard) «Ρόκγουντ» (HMS Ρόγκουντ) και το πολωνικό «Κρακόβιακ». Εβλήθησαν περί τα 1.500 βλήματα τα οποία πυρπόλησαν ένα ήδη κτυπημένο εμπορικό πλοίο αλλά χωρίς να προκαλέσουν απώλειες στα καλυμμένα αποβατικά που ήσαν αγκυροβολημένα. Κατά την αποχώρησή τους, τα αντιτορπιλλικά υπέστησαν επίθεση από τα Ντορνιέ 217Κ3 της 12/KG100 και ένα βλήμα HS 123 έπληξε το «Ρόγκουντ» το οποίο ρυμουλκήθηκε από τα άλλα σκάφη σε τουρκικά ύδατα με σοβαρές ζημιές.
Το πρωινό της 11ης Νοεμβρίου πέρασε με την ολοκλήρωση των τελευταίων προετοιμασιών χωρίς ενόχληση από μέρους των Βρετανών. Για τα ΙΙ/65 και ΙΙ/16 Τάγματα που θα ξεκινούσαν από τον λιμένα της Κω και του Μαρμαρίου, η ώρα αναχωρήσεως ορίσθηκε στις 20.00 και 22.00 αντίστοιχα. Στις 21.00 θα ξεκινούσαν από τον λιμένα της Καλύμνου τα ΙΙΙ/440 και ΙΙ/22 Τάγματα και ο Λόχος Αμφιβίων Καταδρομέων «Μπραντενμπούργκερ». Την Δυτική Ομάδα επρόκειτο να συνοδεύσουν τα ανθυποβρυχιακά UJ2101 καιUJ2102 έως βορείως της Καλύμνου ενώ 2 ναρκαλιευτικά θα προπορεύοντο καθοδηγώντας όλη την νηοπομπή. Η ταχύτητα για την κάλυψη των 24 ναυτικών μιλίων μέχρι την ακτή αποβάσεως ορίσθηκε στα 6 ναυτικά μίλια/ ώρα. Η Ανατολική Ομάδα διέθετε επίσης 2 ναρκαλιευτικά για καθοδήγηση και τα ανθυποβρυχιακά UJ2141 και UJ2144 για κάλυψη μέχρι το ύψος της Καλολίμνου. Η ταχύτητα για την κάλυψη των 20 μιλίων μέχρις τις ακτές ορίσθηκε στα 4 μίλια/ ώρα. Τα αντιτορπιλλικά ΤΑ17 και ΤΑ19 θα περιπολούσαν ανατολικά της Κω ενώ στα δυτικά της Καλύμνου ανάλογη αποστολή θα εκτελούσε το ΤΑ-15. Κατά τις 19.00 παρατηρήθηκαν μεταξύΨερίμου-Κω δύο αγνώστου προελεύσεως αντιτορπιλλικά και αναγκαστικά ο χρόνος εκκινήσεως αναβλήθηκε για μια ώρα. Ωστόσο εκείνο το βράδυ τα βρετανικά αντιτορπιλλικά αποσύρθηκαν στις τουρκικές ακτές για ανεφοδιασμό και κάθε κίνδυνος για τις γερμανικές νηοπομπές συνεπώς εξέλιπε. Αγνοώντας αυτή την συγκυρία της τύχης, αργά το βράδυ, τα γερμανικά πλοία σε μια θάλασσα ήρεμη και με καλή ορατότητα πήραν κατεύθυνση για την Λέρο.

12 Νοεμβρίου: πρώτη ημέρα της Μάχης

Κατά την κίνησή της η Δυτική Ομάδα στο στενό μεταξύ Τελένδου και Καλύμνου ήλθε αντιμέτωπη με το βρετανικό ναρκαλιευτικόBMYS-72. Το προπορευόμενο γερμανικό ναρκαλιευτικό προειδοποίησε τα ακολουθούντα σκάφη για την παρουσία του εχθρικού πλοίου ενώ με το μεγάφωνο απευθύνθηκε προς τους Βρετανούς δηλώνοντας ότι η νηοπομπή απετελείτο από ιταλικά πλοία και ότι θα έπρεπε και αυτοί να τους ακολουθήσουν. Το βρετανικό σκάφος έπεσε στην παγίδα και δεν την αντιλήφθηκε παρά την στιγμή που το πλαισίωσαν τα UJ2101 και 2102 και άνδρες τους πήδησαν πάνω σ’ αυτό. Οι Βρετανοί δεν πρόβαλαν αντίσταση και το αιχμαλωτισμένο πλέον σκάφος ρυμουλκήθηκε από το UJ2102 στον λιμένα της Καλύμνου. Εκτός από την επιτυχημένη παγίδευση και εξουδετέρωση του εχθρικού πλοίου που θα ήταν δυνατό με σήμα προς την βάση του να φανερώσει την παρουσία της Δυτικής Ομάδος, πολύτιμη, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια ήταν η ανεύρεση των ναυτικών κωδικών που μεταφέρθηκαν αμέσως στην Αθήνα με αεροπλάνο για αξιοποίηση.
Ύστερα από αυτό το επεισόδιο η νηοπομπή συνέχισε τον αργό πλου της προς βορρά. Με το πρώτο φως όμως της αυγής τα σκάφη έγιναν αντιληπτά από τις ιταλικές πυροβολαρχίες «Σαν Τζόρτζιο» στην Σκουμπάρδα (3 πυροβόλα των 152 χλστ./40) και «Ντούτσι» στο Κατσούνι (4 πυροβόλα των 152 χλστ./50) που εξαπέλυσαν εναντίον τους από απόσταση σχεδόν 12 χλμ. σφοδρό πυρ. Ο επικεφαλής τότε της Δυτικής Ομάδος, κρίνοντας ότι τυχόν περαιτέρω προσέγγιση της Λέρου θα είχε ως επακόλουθο βαρειέςαπώλειες σε πλοία και προσωπικό καθώς το εχθρικό πυρ και πυκνό ήταν αλλά και ακριβές, αποφάσισε να επιστρέψει στην Κάλυμνο. Η αποτυχία αυτή έθεσε αμέσως σε κίνδυνο ολόκληρο το σχέδιο γιατί αναβλήθηκε αμέσως και η προγραμματισμένη ρίψη των αλεξιπτωτιστών στο κέντρο της Λέρου που επρόκειτο να συνδέσει το δυτικό με το ανατολικό προγεφύρωμα αλλά και γιατί επιπροσθέτως η Ανατολική Ομάδα επρόκειτο να αντιμετωπίσει, μόνη πλέον το βάρος των εχθρικών δυνάμεων.
Ο Στρατηγός Μύλλερ, διαβλέποντας αυτήν την εξέλιξη διέταξε αφενός την εκτέλεση συστηματικών βομβαρδισμών στο κέντρο της Λέρου και αφετέρου την επανάληψη της απόπειρας αποβάσεως. Για τον σκοπό αυτό ο Πλωτάρχης Μπραντ πέταξε με ένα υδροπλάνοΑράντο 196 και συνάντησε εν πλω τον Αντιπλοίαρχο Ρίντε, τον επικεφαλής των αντιτορπιλλικών, για να συζητήσει μαζί του την κατάσταση. Ύστερα από σχετικό σήμα τα αντιτορπιλλικά ΤΑ-17 και ΤΑ-19 που ευρίσκοντο στην Καλόλιμνο έπειτα από την επιτυχημένη απόβαση της Ανατολικής Ομάδος, μετακινήθηκαν στα δυτικά για να υποβοηθήσουν την νέα προσπάθεια της Δυτικής Ομάδος. Ωστόσο ούτε κι αυτή η επιχείρηση τελεσφόρησε. Τα πλοία αντιμετώπισαν και πάλι πολύ έντονο φραγμό πυρός κατά την προσέγγισή τους στην Λέρο στις 13.00 ενώ και το ΤΑ-17 δέχθηκε μια βολή που στοίχισε 2 νεκρούς και 3 τραυματίες και προξένησε ζημιές. Σχεδόν μια ώρα αργότερα, αφού φάνηκε καθαρά ότι δεν υπήρχαν προοπτικές επιτυχίας, η νηοπομπή υποχρεώθηκε να επιστρέψει και πάλι στην Κάλυμνο ενώ τα αντιτορπιλλικά ανεχώρησαν για την Σύρο προκειμένου να ανεφοδιασθούν.
Αντίθετα με την Δυτική Ομάδα, η Ανατολική είχε επιτυχία στην εκτέλεση της αποστολής της. Κατά τις 01.40 όλα τα σκάφη συγκεντρώθηκαν στην Καλόλιμνο στην οποία παρέμειναν τα ανθυποβρυχιακά UJ2141 και UJ2144 μια που ως ξύλινα σκάφη θα ήσαν και περισσότερο ευάλωτα στα εχθρικά πυρά. Ο πλους προς την Λέρο συνεχίσθηκε όχι όμως χωρίς απρόοπτα. Κατ’ αρχάς δύο ιταλικέςτορπιλλάκατοι που πλησίασαν ερευνητικά, ύστερα από την χρήση παραπλανητικών σημάτων από πλευράς Γερμανών απομακρύνθηκαν από την νηοπομπή, την οποία εξέλαβαν ως βρετανική. Αργότερα, κατά τις 04.00 το βρετανικό ML456 αποπειράθηκε να προσβάλλει τα γερμανικά σκάφη πλην όμως και αυτό απομακρύνθηκε εσπευσμένα καθώς δέχθηκε πυκνά πυρά από τα συνοδά πλοία των αποβατικών. Οι εμπλοκές αυτές προκάλεσαν νέα καθυστέρηση στο χρονοδιάγραμμα των αποβάσεων μεταθέτοντας ακόμη πιο αργά την αποβίβαση των τμημάτων.
Το βληθέν βρετανικό ML456 επέστρεψε στις 04.30 στα Άλιντα όπου και αποβίβασε ορισμένους τραυματίες από το πλήρωμά του. Εκεί αναφέρθηκε η παρουσία των γερμανικών σκαφών στα ανοικτά της Λέρου χωρίς όμως η είδηση αυτή να κοινοποιηθεί έγκαιρα σε όλες τις μονάδες καθώς τα τηλεφωνικά καλώδια είχαν κοπεί από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε πολλά σημεία και η επικοινωνία επραγματοποιείτο βασικά με αγγελιοφόρους. Έτσι από την εναρκτήρια κιόλας φάση της γερμανικής επιθέσεως υπήρξε σύγχυση και έλλειψη συντονισμού στην βρετανοϊταλική πλευρά που εμπόδισε την προβολή οργανωμένης αντιστάσεως τις πρώτες κρίσιμες ώρες. Εναπόκειτο πλέον στις επιμέρους μονάδες να αντιληφθούν την κατάσταση και να αναλάβουν δράση. Και εάν μεν στην περίπτωση της Δυτικής Ομάδος το πυρ των βαρέων πυροβολαρχιών που κινήθηκαν κι αυτές με δική τους πρωτοβουλία και συντονίσθηκαν εν συνεχεία, αρκούσε για να αποτρέψει την απόβαση στην Γούρνα, στην ανατολική Λέρο η αντίδραση ήταν αποσπασματική. Οι πρώτοι που εντόπισαν τα επερχόμενα πλοία ήσαν οι σκοποί στο Κάστρο των Ιπποτών, επάνω από την πόλη της Λέρου, που προσπάθησαν μάταια με οπτικά σήματα ή με μεγάφωνα να συνεγείρουν τις πλησίον μονάδες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γερμανική νηοπομπή χωρίσθηκε στα προβλεπόμενα τρία τμήματα τα οποία κατά τις 06.30 άρχισαν να αποβιβάζονται στις ακτές της Λέρου. Στον βορρά η πυροβολαρχία 899 στον Μπλεφούτη (4 πυροβόλα των 76 χλστ./50) άνοιξε αυτοβούλως πυρ κατά των επερχομένων σκαφών καθώς μέχρι τότε δεν είχε λάβει κάποια σχετική διαταγή. Συνεγερθείσες και οι τριγύρω πυροβολαρχίες ένωσαν και αυτές τα πυρά τους υποχρεώνοντας τα αποβατικά του ΙΙΙ/440 Τάγματος να αναστρέψυν πρύμνακαι να καταφύγουν στο Φαρμακονήσι. Ένα αποβατικό του Μηχανικού που μετέφερε άνδρες του ΙΙ/22 Τάγματος της Λουφτβάφφεεβλήθη και αναγκάσθηκε να κατευθυνθεί στην νησίδα Στρογγύλη όπου και βυθίσθηκε σε μικρό βάθος. Οι 35 επιζώντες σκαρφάλωσαν στην νησίδα αλλά δύο ημέρες αργότερα αναγκάσθηκαν να παραδοθούν σε ένα ιταλικό απόσπασμα που ήρθε με πλοιάριο από τοΠαρθένι. Λίγο νοτιότερα στην ακτή της Βαγιάς, δύο διμοιρίες του 5ου Λόχου/65 αφού κατάφεραν να αποβιβασθούν προσπάθησαν να προωθηθούν προς τα κοντινά υψώματα. Δέχθηκαν όμως την άμεση αντεπίθεση του Λόχου D/4ο «Μπαφς» που ενισχυμένος με ένα μικρό ιταλικό τμήμα επέτυχε, κατά το μεσημέρι και ύστερα από σκληρό αγώνα, να εξουδετερώσει το μικρό γερμανικό προγεφύρωμα συλλαμβάνοντας 70 αιχμαλώτους. Στην περιοχή όμως του όρμου του Κρυφού, το κυρίως τμήμα του ΙΙ/65 Τάγματος του φον Ζάλντερναποβιβάσθηκε χωρίς απώλειες στην βραχώδη ακτή. Το πεζικό αναπτύχθηκε γρήγορα στις πλαγιές του υψώματος του Κλειδιού εγκαθιστώντας βάση πυρός εναντίον της πυροβολαρχίας «Τσιάνο» (4 πυροβόλα των 152 χλστ./40) που ήταν εγκατεστημένη στην κορυφή. Παράλληλα αιχμαλωτίσθηκαν και 2 ιταλικές τορπιλλάκατοι, οι Mas 555 και 559 που ήσαν αγκυροβολημένες στον όρμο του Κρυφού. Τα σκάφη αυτά παραδόξως δεν αντέδρασαν στην θέα των γερμανικών αποβατικών και τα πληρώματά τους αφέθηκαν να παραδοθούν αν και τελικά βυθίσθηκαν το μεν πρώτο από ζημιές που προκλήθηκαν από πυρά, το δε δεύτερο από ενέργειες τουκυβερνήτου του.
Επάνω στο Κλειδί οι Γερμανοί άρχισαν να εξασκούν σταδιακά μεγάλη πίεση. Κατά τις 09.00 ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ πληροφορήθηκε ότι το ύψωμα απειλείτο άμεσα. Η στρατηγική αξία του Κλειδιού είναι πασιφανής διότι ελέγχει τον δρόμο που συνδέει το Παρθένι στον Βορρά με την υπόλοιπη Λέρο καθώς επίσης και ως το δεύτερο υψηλότερο ύψωμα του νησιού, εποπτεύει τον κόλπο των Αλίντων και τις γύρω περιοχές πλην του νοτίου τμήματος της Λέρου. Έτσι ο ταξίαρχος διέταξε έναν Λόχο του Τάγματος «Κινγκς Όουν», που ήταν και η εφεδρεία του, να μετακινηθεί στο Κλειδί και να αντεπιτεθεί. Ο Λόχος πράγματι έφθασε στο ύψωμα κατά τις 10.00 αλλά δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Στην προσπάθειά του να αντεπιτεθεί, μια διμοιρία του διαλύθηκε και τα εναπομείναντα τμήματα με βαρειές απώλειες αναδιπλώθηκαν στις θέσεις της πυροβολαρχίας «Τσιάνο». Ούτε όμως κι εκεί κατάφεραν να κρατηθούν αφού κατά τις 17.00 ανατράπηκαν, εγκαταλείποντας την πυροβολαρχία στα γερμανικά χέρια.
Στην νότια πλευρά του κόλπου των Αλίντων, τα 3 σκάφη των Αμφιβίων Καταδρομέων «Μπραντενμπούργκερ» πλησίασαν με ταχύτητα την βραχώδη προεξοχή Άσπρη Πούντα, στις υπώρειες του Πιτυκίου, όπου και αποβίβασαν τους άνδρες. Οι καταδρομείς ευρίσκοντοστο απυρόβλητο αφού το ύψωμα στο σημείο αυτό πέφτει απότομα στην θάλασσα, μην επιτρέποντας την προσβολή με πυρά από τις θέσεις της πυροβολαρχίας «Λάγκο». Στη συνέχεια σκαρφάλωσαν γρήγορα την πλαγιά και κατέλαβαν μέσα στο μισοσκόταδο που επικρατούσε ακόμη, το πυροβόλο υπ’ αριθμόν 4 το οποίο βρισκόταν χαμηλότερα από όλα τα άλλα. Καθώς απειλήθηκε άμεσα και το υπ’ αριθμόν 3, το προσωπικό της ιταλικής πυροβολαρχίας εξαπέλυσε επανειλημμένες αντεπιθέσεις με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Κ.Σπάνιολο, διεκδικώντας με αγώνα σώμα προς σώμα το πυροβόλο αυτό. Τελικώς, οι Ιταλοί οπισθοχώρησαν διατηρώντας την κατοχή 2 πυροβόλων και αφήνοντας τα άλλα 2 χαμηλότερα στους Γερμανούς. Σταδιακά αφίχθησαν και άλλες ενισχύσεις μεταξύ των οποίων και ένας βρετανικός λόχος, οπότε και σταθεροποιήθηκε η κατάσταση.
Καθώς η εξέλιξη της επιχειρήσεως δεν φαινόταν ικανοποιητική ο Στρατηγός Μύλλερ ανήσυχος πραγματοποίησε μια αναγνωριστική πτήση με ένα Αράντο 196 πάνω από τα πεδία της μάχης για να διαμορφώσει ιδίαν αντίληψη. Στις 13.30 οι αλεξιπτωτιστές των οποίων η πρωϊνή ρίψη είχε αναβληθεί λόγω της αποτυχημένης αποπείρας αποβάσεως στην Γούρνα, εμφανίσθηκαν πάνω από το κέντρο του νησιού στην Ράχη. Πετώντας σε χαμηλό ύψος ανά τριάδες, τα Γιούνκερς 52 άρχισαν να αφήνουν τους αλεξιπτωτιστές του Ι/2 Τάγματος με πρώτον απ’ όλους τον διοικητή Λοχαγό Κύνε. Αντίθετα με αρκετές περιγραφές που επιμένουν σε μια ανακριβή επανάληψη κάποιων σκηνών από την Μάχη της Κρήτης, όπου ορισμένα τμήματα υπέστησαν βαρύτατες απώλειες ήδη από την ώρα της καθόδου προς το έδαφος, στην Λέρο παρά τα πυρά που εξαπολύθηκαν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη πυκνότητα εναντίον τους, οι αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν στην προκαθορισμένη ΖΡ και γρήγορα αναπτύχθηκαν στην γύρω περιοχή με τάξη και συνοχή. Ο 1οςΛόχος κατέλαβε τον Άγιο Γερμανό (ύψωμα 67) περίπου 1 χλμ. βορειοδυτικά της Ράχης αποκόπτοντας έτσι την οδό Λέρου-Παρθενίου. Ο 3ος Λόχος στράφηκε βορειοανατολικά ενώ οι 2ος και 4ος Λόχοι προχώρησαν προς την κατεύθυνση του Μεροβιγλίου, απωθώντας 2 βρετανικούς λόχους και διευρύνοντας το προγεφύρωμα στο κέντρο του νησιού. Με αυτήν την κίνηση οι αλεξιπτωτιστές όχι μόνο αιφνιδίασαν τον αντίπαλο που δεν ανέμενε προσγείωση αεραγημάτων σε μια πλαγιά υψώματος αλλά απέκοψαν και την Λέρο στα δύο,αποσυντονίζοντας έτσι την διεξαγωγή των επιχειρήσεων του Ταξιάρχου Τίλνεϋ. Στο εξής το 4ο Τάγμα των «Μπαφς» επρόκειτο να διεξάγει, αποκομμένο στον βορρά, μια συνεχή μάχη τριβής δίχως δυνατότητα ενισχύσεως ενώ και το ίδιο το Μεροβίγλι, όπου και η έδρα της βρετανικής διοικήσεως, απειλείτο πλέον άμεσα από τις προωθήσεις των αλεξιπτωτιστών που επεδίωκαν παράλληλα να συνδέσουν και τα τρία γερμανικά προγεφυρώματα.
Το μοναδικό αρνητικό στοιχείο της επιτυχούς αυτής ενέργειας ήταν η έλλειψη επικοινωνιών λόγω ζημιών των ασυρμάτων κατά την ρίψη, πρόβλημα ωστόσο που τακτοποιήθηκε το ίδιο βράδυ με την ρίψη νέων συσκευών με αλεξίπτωτα.
Την νύκτα λοιπόν της 12ης Νοεμβρίου, στο βόρειο τμήμα της Λέρου η Ομάδα Μάχης φον Ζάλντερν κατείχε την γραμμή Βίγλα (ύψωμα 238) Κλειδί (ύψωμα 320 μέτρα) και Παναγιές-κόλπος Αλίντων. Στο κέντρο οι αλεξιπτωτιστές είχαν αποκόψει την Λέρο στα δύο, κατέχοντας σταθερά το επίμηκες ύψωμα της Ράχης στο μεγαλύτερο μέρος του και τέλος στο Πιτύκι οι «Μπραντενμπούργκερ» είχαν αγκιστρωθεί στο ύψωμα κρατώντας δύο προκεχωρημένες θέσεις πυροβόλων παρά την εχθρική αντίδραση. Εφ’ όσον η απόβαση στην Γούρνα κρίθηκε αδύνατη, αποφασίσθηκε η μεταφορά του ΙΙ/16 Τάγματος στην ανατολική Λέρο, όπως άλλωστε και η εκ νέου προσπάθεια για αποβίβαση του ΙΙΙ/440 Τάγματος. Επιπλέον η Διοίκηση της Χεερεςγκρούππε Ε κατά τις 24.00 έθεσε σε άμεση ετοιμότητα τον 15ο Λόχο Αλεξιπτωτιστών «Μπραντενμπούργκερ» που εσχεδιάζετο να ριφθεί στην ίδια ΖΡ τα χαράματα καθώς και το ΙΙΙ/1 Τάγμα «Μπραντενμπούργκερ» που επρόκειτο να μεταφερθεί εν μέρει με πλοία και εν μέρει με υδροπλάνα.
Από την άλλη πλευρά ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ, ήδη από τις 19.00 είχε καλέσει σε σύσκεψη τους διοικητές των Ταγμάτων 1ο «ΚινγκςΌουν» και 2ο «Ρόαγιαλ Αϊρις Φυζιλίρς» για την εκτέλεση νυκτερινής επιθέσεως και ανακατάληψη της Ράχης. Η ώρα επιθέσεως ορίσθηκε στις 23.00 και σε αυτήν επρόκειτο να λάβουν μέρος 2 λόχοι από κάθε τάγμα. Ωστόσο υπήρξε έλλειψη συντονισμού κατά την συγκέντρωση τμημάτων μέσα στην νύκτα, γεγονός που οδήγησε στην ματαίωση της αντεπιθέσεως αφού παρήλθε ο προκαθορισμένος χρόνος εξαπολύσεώς της. Έτσι οι αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι εστερούντο βαρέων όπλων όπως εξάλλου και τα υπόλοιπα γερμανικά τμήματα, απέφυγαν τις περιπλοκές μιας νυκτερινής ισχυρής αντεπιθέσεως και μπόρεσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο να ανασυνταχθούν και να αναπαυθούν εν αναμονή ενισχύσεων την επομένη.

13 Νοεμβρίου

Κατά τα μεσάνυκτα ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ πληροφορήθηκε από τον Βρετανό επικεφαλής στο Πιτύκι, ότι οι Γερμανοί εξασκούσαν μεγάλη πίεση, και ότι υπήρχε ανάγκη αποστολής ενισχύσεων. Ύστερα από αυτό ο Ταξίαρχος αναγκάσθηκε να διαθέσει 2 διμοιρίες, από την δύναμη που επρόκειτο να αντεπιτεθεί στην Ράχη, με προορισμό το Πιτύκι και το Κάστρο των Ιπποτών αντίστοιχα.
Υπήρξε όμως και πάλι αποσυντονισμός καθώς μια διαταγή χωρίς την έγκριση του ταξιάρχου, ανακάλεσε ακατανόητα τις διμοιρίες πίσω. Όταν ο ταξίαρχος έλαβε γνώστη του γεγονότος, διέταξε και πάλι την προώθηση των διμοιριών στα υψώματα. Ήταν όμως ήδη χαράματα και πλέον πολύ αργά. Παρ’ ότι ο καιρός μετετράπη απότομα και ξέσπασε θύελλα εντάσεως 7-8 μποφόρ οι Γερμανοί, σε αντίθεση με τους Βρετανούς που βρήκαν τον καιρό απαγορευτικό αν και είχαν μεγαλύτερα πλοία, μετακίνησαν με τα μικρά αποβατικά τους το ΙΙ/16 Τάγμα και το ΙΙΙ/440 Τάγμα στα προγεφυρώματα της Λέρου. Ο 9ος Λόχος του ΙΙΙ/440 καθώς ο σχηματισμός των αποβατικών δέχθηκε ιταλικά πυρά και διασπάσθηκε, αποβιβάσθηκε στο Πιτύκι και κατά τις 05.30 ενώθηκε με τους «Μπραντενμπούργκερ». Η ενίσχυση αυτή ήρθε για τους Αμφιβίους Καταδρομείς την κατάλληλη στιγμή. Όχι μόνο απέκρουσαν με ευχέρεια την βρετανική επίθεση αλλά αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα κατά τις 10.00 και με την υποστήριξη «Στούκα», κατάφεραν να ολοκληρώσουν την κατάληψη της πυροβολαρχίας δύο ώρες αργότερα, συλλαμβάνοντας πολυάριθμους Βρετανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους. Η εξέλιξη αυτή ανησύχησε τον Ταξίαρχο Τίλνεϋ γιατί το Πιτύκι ευρισκόμενο απέναντι από το Μεροβίγλι συνιστούσε μια νέα σοβαρή απειλή όχι μόνο για την πόλη της Λέρου αλλά και για το Στρατηγείο του, το οποίο ήδη πιεζόταν από βορρά από τους αλεξιπτωτιστές. Αποφάσισε τότε από κοινού με τον Αντισυνταγματάρχη Φρεντς, να εξαπολυθεί μια νέα αντεπίθεση κατά τουΠιτυκίου την νύκτα της 13ης/14ης Νοεμβρίου, υποσχόμενος να την ενισχύσει με κάθε διαθέσιμη δύναμη.
Στο κέντρο της Λέρου, με το πρώτο αχνό φως στις 05.45 εμφανίσθηκε και πάλι ένας σχηματισμός Γιούνκερς 52, μεταφέροντας τον 15ο Λόχο Αλεξιπτωτιστών «Μπραντενμπούργκερ» καθώς και 40 αλεξιπτωτιστές του Ι/2 Τάγματος που δεν είχαν ριφθεί την προηγούμενη ημέρα. Αυτή την φορά όμως λόγω του πολύ ισχυρού ανέμου ο σχηματισμός των αεροσκαφών δεν μπόρεσε να διατηρηθεί κλειστός και η ρίψη αναγκαστικά παρουσίασε διασπορά. Πέρα από τα πυκνά πυρά που κατέρριψαν 3 μεταγωγικά, οι αλεξιπτωτιστές, κυριολεκτικά έρμαια του αέρος και πέφτοντας σε μια ανορθόδοξη ΖΡ, είχαν απώλειες από τραυματισμούς που ανήλθαν περίπου στο 1/3 της συνολικής δυνάμεως. Παρ’ όλα αυτά η ενίσχυση ήταν ουσιώδης και ο Υπολοχαγός Όσσατς, επικεφαλής του 15ου Λόχου, υπήχθη κανονικά στο Ι/2 Τάγμα Αλεξιπτωτιστών συμμετέχοντας στην δύναμη κρούσεως του Λοχαγού Κύνε.
Στο Κλειδί κατά την διάρκεια της νύκτας, τα τμήματα του φον Ζάλντερν είχαν υποστεί βομβαρδισμό από τα αντιτορπιλλικά του 8ουΣτολίσκου «Φόκνορ» (HMS Faulknor) «Μπόφορτ» (HMS Beaufort) και το ελληνικό «Πίνδος», τα οποία πραγματοποίησαν προηγουμένως άκαρπη περιπολία για τον εντοπισμό γερμανικών σκαφών με ενισχύσεις. Τα αντιτορπιλλικά αυτά, μετά την προσβολή των γερμανικών θέσεων ανεχώρησαν για ανεφοδιασμό για την βάση τους. Σε αντικατάσταση του 8ου Στολίσκου μια νέα δύναμη βρετανικών σκαφών αποτελούμενη από το καταδρομικό «Φομπ» (HMS Phoebe) και τα αντιτορπιλλικά «Ντάλβερτον» (HMSDulverton) «Έκο» (HMS Echo) και «Μπέλβουαρ» (HMS Belvoir) απεστάλη για συνέχιση των περιπολιών και την υποστήριξη των χερσαίων τμημάτων. Το καταδρομικό σε κάποια φάση του πλου εγκατέλειψε τον σχηματισμό, την διοίκηση του οποίου ανέλαβε ο Αντιπλοίαρχος Σ. Μπας κυβερνήτης του «Ντάλβερτον». Τα σκάφη εισήλθαν στο Αιγαίο μέσω τους στενού Ρόδου-Τουρκίας τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 13ης Νοεμβρίου, αλλά επισημάνθηκαν και δέχθηκαν αεροπορική επίθεση από τα Ντορνιέ 217Κ3 της 12/ΚG100 κατά τις 03.10 και ενώ έπλεαν με ταχύτητα 22 κόμβων στον κόλπο της Κω. Το «Ντάλβερτον» επλήγη αμέσως από ένα βλήμαHs293A-1, το οποίο προκάλεσε πυρκαΐα που ήταν αδύνατο να κατασβεσθεί ενώ εφονεύθη και ο κυβερνήτης. Τελικώς το πλήρωμα εγκατέλειψε το σκάφος που ακυβέρνητο τορπιλλίσθηκε από τα άλλα δύο πλοία και βυθίσθηκε σε απόσταση 7 περίπου μιλίων ανατολικά της Κω. Με την καταβύθιση του «Ντάλβερτον» έληξε πρόωρα και η αποστολή των αντιτορπιλλικών που απομακρύνθηκαν για απόκρυψη σε κόλπο της Τουρκίας, αδυνατώντας πλέον να συνεχίσουν την αποστολή τους.
Έτσι οι γερμανικές ενισχύσεις των ανατολικών προγεφυρωμάτων στην Λέρο μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τον δύσκολο, λόγωθυέλλης, πλου τους χωρίς τον κίνδυνο προσβολής τους. Τα 3 αποβατικά του Ναυτικού, που μετέφεραν το ΙΙ/16 Τάγμα, δέχθηκαν πυρά από τις ιταλικές πυροβολαρχίες κατά την προσέγγισή τους στο νησί. Ωστόσο ο όγκος του τάγματος κατάφερε να αποβιβασθεί με ασφάλεια πλάϊ στο ακρωτήριο της Άνω Ζύμης. Το ένα από αυτά τα αποβατικά, που μετέφερε έναν ενισχυμένο λόχο του τάγματος, υποχρεώθηκε λόγω μηχανικής βλάβης να εισέλθει στον κόλπο των Αλίντων όπου και προσάραξε στις Παναγιές δεχόμενο πυκνά πυρά. Οι επιζώντες βρήκαν καταφύγιο στην ξηρά, ενώ το ίδιο το αποβατικό βυθίσθηκε στα ρηχά νερά. Το ΙΙΙ/440 Τάγμα δεν πέτυχε και πάλι να αποβιβασθεί ως οργανωμένη δύναμη. Δεχόμενος ισχυρά πυρά, ο σχηματισμός των αποβατικών του διασπάσθηκε και ενώ ο 9ος Λόχος αποβιβάσθηκε στο Πιτύκι μόλις ένα μικρό τμήμα, 30 ανδρών των 10ου και 11ου Λόχων μπόρεσε να βγει στην ακτή βορείως του όρμου Κρυφού. Ο διοικητής Λοχαγός Ντερ μαζί με το υπόλοιπο της μονάδος υποχρεώθηκε να επιστρέψει και πάλι στο Βαθύ της Καλύμνου.
Ενισχυμένα τα γερμανικά τμήματα του βορείου προγεφυρώματος, εξαπέλυσαν κατά τις 18.00 επίθεση κατά του υψώματος ΆγιοςΚήρυκος, νοτιοδυτικά του Κλειδιού, το οποίο και κατέλαβαν. Μια άμεση όμως αντεπίθεση του 4ου «Μπαφς» επανέφερε και πάλι το ύψωμα υπό βρετανικό έλεγχο. Προηγουμένως, στις 15.00, μια άλλη γερμανική επίθεση, αυτή την φορά με τα τμήματα του Πιτυκίουκατά του Κάστρου των Ιπποτών είχε αποκρουσθεί με σφοδρά πυρά.
Το βράδυ της 13ης Νοεμβρίου βρήκε τα γερμανικά προγεφυρώματα του βορρά και του κέντρου να έχουν ενοποιηθεί έχοντας δεχθεί αξιόλογες ενισχύσεις, αν και πάλι εξακολουθούσε να υπάρχει στέρηση βαρέων όπλων. Τα ελλείποντα αυτά όπλα αντικαθιστούσε, κατά την διάρκεια της ημέρας τουλάχιστον, η Λουφτβάφφε η οποία κυριαρχούσε απόλυτα και με συνεχείς πολυβολισμούς και βομβαρδισμούς κατόπιν συνεννοήσεως με τα χερσαία τμήματα, προσέβαλε τις βρετανοϊταλικές θέσεις περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις των μονάδων αλλά και υποσκάπτοντας παράλληλα το ηθικό. Ήδη τα περισσότερα ιταλικά αντιαεροπορικά πυροβόλα είχαν τεθεί εκτός μάχης ενώ και το μεγαλύτερο μέρος των πυρομαχικών τους είχε καταναλωθεί από την εντατική χρήση κατά τους προγενέστερους της εισβολής βομβαρδισμούς. Τέλος στο Πιτύκι, οι «Μπραντενμπούργκερ», ενισχυμένοι και αυτοί, είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη του υψώματος και απειλούσαν το Κάστρο των Ιπποτών. Αν και γενικά η κατάσταση από γερμανικής πλευράς φαινόταν αρκετά ικανοποιητική με σταθεροποιημένα πλέον τα προγεφυρώματα, η απότομη αλλαγή του καιρού και η άσχημη συνεπακόλουθα κατάσταση της θαλάσσης, δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες τόσο για την μεταφορά των τραυματιών πίσω στην Κάλυμνο, όσο και για τον εφοδιασμό των μαχομένων τμημάτων, καθώς μέχρι εκείνη την στιγμή 2 αποβατικά του Ναυτικού, 8 αποβατικά του Μηχανικού, 1 διοικητικό σκάφος του Μηχανικού, 1 σκάφος Εφόδου και 2 σκάφη Πεζικού είτε είχαν βυθισθεί είτε είχαν υποστεί ζημιές, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον ήδη μικρό αριθμό των διατιθέμενων πλοίων.
Από την άλλη πλευρά, οι προετοιμασίες για την αντεπίθεση κατά του Πιτυκίου αντιμετώπισαν ευθύς εξ’ αρχής αξεπέραστες δυσχέρειες. Οι Λόχοι του 2ου «Ρόαγιαλ Αϊρις Φυζιλίρς» ήσαν εμπεπλεγμένοι και διεσπαρμένοι, έχοντας υποστεί βαρειές απώλειες και μεγάλη κόπωση, γεγονός που υπαγόρευε την συμμετοχή τους στην επίθεση. Απέμεναν λοιπόν οι Λόχοι του 1ου «Κινγκς Όουν» οι οποίοι θα ετίθεντο υπό την διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Φρεντς, ο οποίος εθεωρείτο καλός γνώστης του εδάφους της Λέρου και επέμενε ο ίδιος να ηγηθεί της επιθέσεως. Σύμφωνα με το σχέδιο, 2 λόχοι του 1ου «Κινγκς Όουν» θα κατελάμβαναν το Πιτύκι και μετά την εκκαθάρισή του από τα εχθρικά στοιχεία θα παραχωρούσαν την θέση τους στον Λόχο Διοικήσεως του τάγματος αυτού. Οι λόχοι αυτοί εν συνεχεία θα μετεφέροντο δυτικά του Μεροβιγλίου γα να αντεπιτεθούν κατά των αλεξιπτωτιστών στην Ράχη.

14 Νοεμβρίου

Κατά τις 02.00 και ύστερα από βομβαρδισμό του Πιτυκίου από τα αντιτορπιλλικά «Μπέλβουαρ» και «Έκο» εξαπολύθηκε η αντεπίθεση. Αν και το δρομολόγιο είχε επισημανθεί και καθορισθεί από το απέναντι ύψωμα του Μεροβιγλίου, εν τούτοις και πάλι επικράτησε σύγχυση και έλλειψη συντονισμού. Δύο διμοιρίες έχασαν τον δρόμο τους και στην συνέχεια διαλύθηκαν από τους Γερμανούς. Τα υπόλοιπα τμήματα συνέχισαν την άνοδό τους στο ύψωμα και προσήγγισαν τις θέσεις της πυροβολαρχίας, όπου υποχρεώθηκαν να σταματήσουν μπροστά στο πυκνό πυρ των γερμανικών πολυβόλων. Κατά τις 05.00 οι Γερμανοί αντεπετέθηκαν βίαια ανατρέποντας τους βρετανικούς λόχους, που υποχρεώθηκαν σε άτακτη φυγή στις πλαγιές του Πιτυκίου. Ο ΑντισυνταγματάρχηςΦρεντς εφονεύθη όπως και οι περισσότεροι αξιωματικοί, ενώ συνελήφθησαν και 55 αιχμάλωτοι. Αυτό που απέμεινε από τους 2 λόχους ήταν 1 αξιωματικός και 70 άνδρες. Δεν υπήρχε επίσης ούτε η δυνατότητα επεμβάσεως του τρίτου διατιθέμενου λόχου, γιατί κατά τις 05.00 οι αλεξιπτωτιστές επιτέθηκαν κατά του Μεροβιγλίου ενώ και το ΙΙ/65 Τάγμα άρχισε να προωθείται προς την Αγία Μαρίνα. Μπροστά σ’ αυτόν τον διπλό κίνδυνο, ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ απέσπασε τον Λόχο Διοικήσεως του 1ου «Κινγκς Όουν» στοΜεροβίγλι συνεγείροντας ταυτόχρονα κάθε διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση του νέου κινδύνου. Το σχέδιό του που αναπροσαρμόσθηκε, προέβλεπε προς το παρόν τον περιορισμό των Γερμανών στο Πιτύκι και την επικέντρωση της προσπάθειάς του στην Ράχη με σκοπό την διάλυση των αλεξιπτωτιστών. Ακολούθως, απαλλαγμένος από αυτήν την απειλή, θα επανερχόταν απερίσπαστος κατά του γερμανικού προγεφυρώματος στο Πιτύκι.
Η νέα αντεπίθεση εξαπολύθηκε στις 09.30 από 2 λόχους του 2ου «Ρόαγιαλ Άϊρις Φυζιλίρς» και τον Λόχο Β/ 2ο «Ρόαγιαλ ΟυέστΚεντ». Παρότι κερδήθηκε κάποιο έδαφος, σύντομα η γερμανική αντίσταση σκλήρυνε με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της προελάσεως. Τα κύρια σημεία της γερμανικής αντιστάσεως στην Ράχη εντοπίσθηκαν στο ύψωμα 109 καθώς και σε ένα παρακείμενο ύψωμα που έμεινε στην ιστορία ως «Λόφος του προβολέως» προφανώς από κάποιον εκεί εγκατεστημένο ιταλικό προβολέα. Ο Λόφος αυτός καταλήφθηκε κατά τις 11.00 αλλά κάθε επίθεση κατά του υψώματος 109 αποκρούσθηκε. Τελικώς η επίθεση καθηλώθηκε και η υπόλοιπη ημέρα διέρρευσε με τοπικές συγκρούσεις και πρόσκαιρες εδαφικές εναλλαγές, χωρίς να μεταβληθεί ουσιωδώς η γραμμή του μετώπου. Μόνο ο Λόχος Β/ 2α «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» κατάφερε να έρθει σε επαφή με τμήματα του 4ου «Μπαφς» στον Άγιο Γερμανό. Ο λόχος υπήχθη στο τάγμα αυτό για το υπόλοιπο της μάχης.
Στον παραλιακό δρόμο προς την Αγία Μαρίνα οι Γερμανοί, κατά τις 07.00, πλησίασαν απειλητικά την πόλη και οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να κάψουν τους ναυτικούς κώδικες. Στο εξής όλες οι επικοινωνίες του Βρετανικού Ναυτικού με την Λέρο θα εγίνοντομέσω των διαύλων του Στρατού με ό,τι αυτό πιθανώς συνεπαγόταν από πλευράς χρονικής καθυστερήσεως.
Ο αγώνας και σε αυτήν την περιοχή εξελίχθηκε σε μάχη εκ του συστάδην και γενικά η κατάσταση φάνηκε να σταθεροποιείται χωρίς κάποιος αντίπαλος να σημειώσει αποφασιστικό αποτέλεσμα.
Αν τα αποτελέσματα ήσαν μέτρια στην περιοχή της Ράχης, η κατάσταση στο Κλειδί διαμορφώθηκε πιο ευνοϊκά για τους Βρετανούς. Απέναντί τους ευρίσκοντο τμήματα του ΙΙ/22 Τάγματος Εκστρατείας της Λουφτβάφφε, του ΙΙΙ/440 Τάγματος καθώς και ο 6οςΛόχος/65, που υπό την διοίκηση του Λοχαγού Ούλριχ κρατούσαν την γραμμή Βίγλα-Κλειδί-Άγιος Κήρυκος. Στις 06.30 εξαπολύθηκε μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση από τον Λόχο D/ 4ο «Μπαφς» ανατρέποντας τους Γερμανούς στο Κλειδί, που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στην πυροβολαρχία «Τσιάνο» αφήνοντας πίσω τους 40 αιχμαλώτους. Η πρόθεση του διοικητού Ταγματάρχη Ιγκάλντεν ήταν να προελάσει στην συνέχεια ο Λόχος Β του τάγματός του και να καθαρίσει ολόκληρη την κορυφογραμμή κατεβαίνοντας μέχρι τα Άλιντα όπου και θα συναντούσε τον προερχόμενο από τον Άγιο Κήρυκο Λόχο C. Με αυτόν τον τρόπο θασυνετρίβετο το βόρειο γερμανικό προγεφύρωμα. Όμως οι Γερμανοί αγκιστρώθηκαν λίγο πιο κάτω από την κορυφή του Κλειδιού και υποχρέωσαν ύστερα από ολοήμερη μάχη τον Λόχο Β να επιστρέψει στην πυροβολαρχία «Τσιάνο». Έτσι αποφεύχθηκε η ολοκληρωτική απώλεια του υψώματος αλλά και η κορυφή του εξακολούθησε να απειλείται άμεσα από τους Γερμανούς.
Στον Άγιο Κήρυκο η μάχη επεφύλαξε εναλλαγές. Με το πρώτο φως οι Γερμανοί ανακατέλαβαν το ύψωμα για να το χάσουν αμέσως μετά από βρετανική αντεπίθεση. Ο Λόχος C/ 4ο «Μπαφς» προσπάθησε να προελάσει στην συνέχεια προς τον Πύργο Μπελλένη στην παραλία των Αλίντων, τον οποίο οι Γερμανοί είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο. Όμως τα γερμανικά τμήματα διεκδίκησαν το έδαφος με πείσμα, υποχρεώνοντας τελικά τους Βρετανούς να αναδιπλωθούν και να περιπέσουν σε άμυνα.
Ο Ταγματάρχης φον Ζάλντερν ύστερα από αυτές τις εξελίξεις αποφάσισε να συμπτύξει τα τμήματά του γύρω από τα Άλιντααφήνοντας έναν λόχο του ΙΙ/16 στους Αγίους Σαράντα και να επικεντρώσει πλέον την προσπάθειά του κατά του Μεροβιγλίου που ήταν και το κέντρο της εχθρικής αντιστάσεως. Λόγω των απωλειών αλλά και της υπερεκτάσεως του μετώπου δεν ήταν δυνατή η διατήρηση μιας συνεχούς γραμμής από την Βίγλα μέχρι τα Άλιντα. Τα κενά στην γερμανική γραμμή, από τα οποία εισέδυαν βρετανικά τμήματα, δίνοντας έτσι την εντύπωση ρευστής καταστάσεως στο μέτωπο, τελικά απαλλάχθηκαν από κάθε εχθρική παρουσία κατά την διάρκεια της νύκτας από περιπολούντα γερμανικά αποσπάσματα.
Η τρίτη αυτή μέρα της μάχης ήταν κρίσιμη για τους Γερμανούς αφού υποχρεώθηκαν να περιπέσουν στην άμυνα σε όλα τα μέτωπα. Τελικά η κρίση υπερπηδήθηκε, παρά τις απώλειες, χάρις στην αποφασιστικότητα με την οποία συγκρατήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις ο εχθρός. Το ίδιο βράδυ αποβιβάσθηκε στο Πιτύκι ο Λοχαγός Ντερ με τους τελευταίους 120 άνδρες του ΙΙΙ/440 Τάγματος καθώς και μικρά τμήματα των ΙΙ/22 και ΙΙ/65 Ταγμάτων. Η Λουφτβάφφε επίσης πραγματοποίησε ρίψεις εφοδίων, ενώ στον Πειραιά άρχισε η επιβίβαση, σε πλοία, της τελευταίας διατιθέμενης εφεδρείας δηλαδή του ΙΙΙ/1 Τάγματος «Μπραντενμπούργκερ». Ανά 100 άνδρες επιβιβάσθηκαν στα αντιτορπιλλικά ΤΑ-15 και ΤΑ-16 τα οποία επρόκειτο να αναχωρήσουν για την Κάλυμνο μετά τα μεσάνυκτα. Το υπόλοιπο τμήμα του τάγματος αυτού επρόκειτο να μεταφερθεί στο ίδιο νησί με υδροπλάνα Γιούνκερς 52.
Ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ έλαβε και αυτός το ίδιο βράδυ ως ενίσχυση έναν λόχο του 2ου «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» από την Σάμο, αν και είχε ζητήσει νωρίτερα ολόκληρη την δύναμη του τάγματος αυτού.
Αντιλαμβανόμενος παράλληλα ότι ο όγκος των γερμανικών δυνάμεων είχε συγκεντρωθεί στα Άλιντα, ζήτησε τον βομβαρδισμό τους από το Ναυτικό. Τα αντιτορπιλλικά «Πεν» (HMS Penn) «Όλντενχαμ» (HMS Aldenham) και «Μπλενκάθρα» (HMS Blencathra) προσέβαλαν πράγματι τις γερμανικές θέσεις, χωρίς ωστόσο να γνωσθούν τα αποτελέσματα του βομβαρδισμού.
Ο Τίλνεϋ διεπίστωσε πλέον ότι η τύχη της Λέρου ήταν εξαιρετικά αμφίβολη. Οι αντεπιθέσεις του είχαν αποκρουσθεί και τα όποια μικρά εδαφικά κέρδη δεν  είχαν αλλάξει την φυσιογνωμία της μάχης. Ο εχθρός είχε ανθέξει και υπήρχαν ενδείξεις ενισχύσεώς του, ενώ τα δικά του τμήματα είχαν πλέον απομειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Το 4ο «Μπαφς» είχε απομείνει με 300 άνδρες, το 2ο «ΡόαγιαλΆϊρις Φυζιλίρς» είχε απωλέσει το ήμισυ της δυνάμεώς του ενώ σε ακόμη χειρότερη κατάσταση ήταν το 1ο «Κινγκς Όουν». Το ηθικό επίσης ήταν πεσμένο από την κυριαρχία της εχθρικής αεροπορίας, που σε ουδεμία περίπτωση ήταν δυνατόν να αντισταθμιστεί από τους βιαστικούς νυκτερινούς βομβαρδισμούς του Ναυτικού. Τελευταία ελπίδα απέμεναν τα υπόλοιπα τμήματα του 2ου «Ρόαγιαλ ΟυέστΚεντ» από την Σάμο ενώ, από έλλειψη εμπιστοσύνης, είχε αποφευχθεί παρά την κρισιμότητα της μάχης η εμπλοκή στον αγώνα του ιταλικού τάγματος υπό τον Συνταγματάρχη Λιβόλσι, το οποίο παρέμενε αδρανές δυτικά του Μεροβιγλίου.

15 Νοεμβρίου

Στις 01.00 πραγματοποιήθηκε ρίψη εφοδίων από αεροσκάφη «Ντακότα» πλήν όμως υπήρξε πλήρης αποπροσανατολισμός καθώς 36 αλεξίπτωτα με φορτίο έπεσαν στην Κάλυμνο αντί της Λέρου, σε γερμανικά φυσικά χέρια. Τις πρώτες πρωινές ώρες κατέφθασε από την Σάμο και ο Λόχος Διοικήσεως του 2ου «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» (Αντισυνταγματάρχης Μπ. Τάρλετον) καθώς και ο Λόχος C. Τα τμήματα αυτά επρόκειτο να συμμετάσχουν σε μια νέα προσπάθεια με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή των γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή Ράχη-Άγιοι Σαράντα. Σύμφωνα με το σχέδιο την επίθεση θα εκτελούσαν δύο λόχοι από το 2ο «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» και το 1ο «Κίνγκς Όουν» από το νότο προς τον βορρά. Σε περίπτωση επιτυχίας, τμήματα του 4ου «Μπαφς» θα επιχειρούσαν να απωθήσουν τον εχθρό από τους Άγιους Σαράντα και τον Άγιο Νικόλαο προς τις θέσεις του Λόχου C/ 2ο «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» και των υπολειμμάτων του 2ου «Ρόαγιαλ Άϊρις Φυζιλίρς» με την πρόθεση καταστροφής του. Η επίθεση άρχισε στις 08.30 αλλά μόλις στις 14.00 έγινε δυνατή η κατάληψη του υψώματος 109. Οι απώλειες ωστόσο ήταν βαρειές καθώς σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί τέθηκαν και πάλι εκτός μάχης και τα τμήματα υποχρεώθηκαν κατά συνέπεια να επιστρέψουν στην γραμμή εκκινήσεως. Ο Ταξίαρχος Τίλνεϋ, διαβλέποντας ήδη από τις 12.00 ότι η επίθεση δεν παρουσίαζε ικανοποιητικό ρυθμό προόδου, διέταξε την προώθηση του Λόχου C/ 2ο«Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ» και του 2ου «Ρόαγιαλ Άϊρις Φυζιλίρς». Η προπαρασκευή του πυροβολικού ήταν έντονη καθώς άνοιξαν πυρ κατά της Ράχης όσες ιταλικές πυροβολαρχίες διέθεταν ακόμη επαρκή πυρομαχικά. Όμως ενώ στις 15.00 είχε καθοριστεί να επιτεθούν τα τμήματα, αυτά δεν είχαν ακόμη αφιχθεί στις θέσεις εξορμήσεως. Όταν μισή ώρα αργότερα οι Βρετανοί άρχισαν την επίθεση, τα όποια αποτελέσματα της προπαρασκευής είχαν πια παρέλθει. Με σοβαρές απώλειες, ο Λόχος C προήλασε συλλαμβάνοντας 50 αιχμαλώτους αλλά το 2ο Τάγμα «Ρόαγιαλ Άϊρις Φυζιλίρς», που η δύναμή του συνεποσούτο πλέον σε έναν εξασθενημένο λόχο, καθηλώθηκε μπροστά στην επίμονη γερμανική αντίσταση. Μην μπορώντας ο Λόχος C να έλθει σε επαφή με το 4ο Τάγμα «Μπαφς» αναγκάσθηκε να υποχωρήσει μαχόμενος, υφιστάμενος νέες απώλειες που ουσιαστικά τον διέλυσαν ως μάχιμη δύναμη. Αυτή υπήρξε και η τελευταία βρετανική αντεπίθεση που προσπάθησε να αλλάξει την πορεία της μάχης. Για μια ακόμη φορά υπήρξε έλλειψη καλού συντονισμού αλλά και η αντίδραση του εχθρού υπήρξε τόσο έντονη έτσι ώστε να μην διατηρηθεί κανένα από τα πρόσκαιρα εδαφικά κέρδη των Βρετανών.
Στο μέτωπο του Πιτυκίου, κατά τις 07.00 οι «Μπραντενμπούργκερ» και τμήματα του ΙΙΙ/440 Τάγματος επιτέθηκαν κατά του Κάστρου των Ιπποτών, πλην όμως το πυρ πυροβολικού και όλμων από το Μεροβίγλι και άλλα κοντινά υψώματα συνεκράτησε την επίθεση. Με μια νέα επίθεση όμως μετά το μεσημέρι, οι Γερμανοί ανέτρεψαν τους υπερασπιστές του Κάστρου, του οποίου ολοκλήρωσαν την κατάληψη στις 14.15.
Στον τομέα της Αγίας Μαρίνας, το ΙΙ/65 Τάγμα συνέχισε την βραδεία προώθησή του μέσα στον οικισμό με κατεύθυνση τον Πλάτανο. Μετά το μεσημέρι και την κατάληψη του Κάστρου των Ιπποτών από τα τμήματα του Πιτυκίου, επετεύχθη η ενοποίηση όλων πια των γερμανικών προγεφυρωμάτων. Με την έλευση της νύκτας η εκκαθάριση της πόλεως της Λέρου συνεχίσθηκε και κατά τις 02.00 της 16ης Νοεμβρίου τα προωθημένα γερμανικά τμήματα έφθασαν στον Βρωμόλιθο. Ήδη από τις 20.45 στο Παντέλι είχε αρχίσει η άφιξη του ΙΙΙ/1 Τάγματος «Μπραντενμπούργκερ» με αποβατικά από την Κάλυμνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο με την κατάληψη της γραμμής ΑγίαΜαρίνα-Πλάτανος-Παντέλι-Βρωμόλιθος, άρχισε η προετοιμασία για την τελική επίθεση κατά του Μεροβιγλίου.
Οι Βρετανοί μετέπεσαν πλέον οριστικά σε θέση άμυνας. Υπήρχε τέτοια έλλειψη δυνάμεων που ζητήθηκε από τον ΣυνταγματάρχηΠέντεργκαστ, επικεφαλής του αποσπάσματος της LRDG να εκπέμψει περιπόλους προς τις συνοικίες της πόλεως της Λέρου για να παρενοχλήσει τους Γερμανούς. Σε μια τέτοια αποστολή εφονεύθη και ο Αντισυνταγματάρχης Τζ. Ίζονσμιθ της LRDG, χαρακτηριστική περίπτωση κατά την οποία ειδικά επιλεγμένο προσωπικό αναλώνεται σε αλλότριες από τον ρόλο του επιχειρήσεις, υφιστάμενο απώλειες χωρίς αντίκρυσμα.

16 Νοεμβρίου

Κατά τις 04.00 ο φον Ζάλντερν εξαπέλυσε την επίθεσή του κατά του Μεροβιγλίου. Κινητοποιώντας όλο το διαθέσιμο προσωπικό, οι Βρετανοί αναχαίτισαν προσωρινά την επίθεση. Κατά τις 07.25 ωστόσο απεστάλη από την Λέρο προς το Κάϊρο σήμα το οποίο ανέφερε: «Κατάσταση 07.15 πολύ κρίσιμη. Εχθρός ενισχυμένος και υποστηριζόμενος από Στούκα και πυρ πολυβόλων. Θέσεις μας εις ύψωμαΜεροβιγλίου εκτός μάχης. Ηθικό χαμηλό. Δεν υπάρχουν ελπίδες πλέον». Το μήνυμά αυτό πλήρες απογοητεύσεως και απελπισίας,υπεκλάπη από τους Γερμανούς και φανέρωσε πλέον ότι η πλάστιγγα είχε γείρει αποφασιστικά υπέρ αυτών. Ο Στρατηγός Μύλλερκοινοποίησε το μήνυμά στα μαχόμενα τμήματα με ρίψη από Αράντο 196 σημειώνοντας και ο ίδιος «Nun Gegner letzten Rest geben» (σε ελεύθερη μετάφραση «Ο εχθρός πνέει τα λοίσθια»).
Η τελευταία ενίσχυση που ήρθε από την Σάμο, ο Λόχος D/2ο «Ρόαγιαλ Ουέστ Κεντ», δεν πρόλαβε να εισέλθει στον αγώνα αλλά ούτε και υπήρχε περίπτωση ανατροπής της καταστάσεως. Κατά τις 15.00 εξαπολύθηκε νέα επίθεση κατά του Μεροβιγλίου. Μια ώρα αργότερα, ένα νέο σήμα της Λέρου προς το Κάϊρο ζητούσε την εκκένωση του νησιού την νύκτα της 17ης /18ης Νοεμβρίου. Όμως οι εξελίξεις ήσαν ταχύτερες. Ο Υπολοχαγός Μαξ Βάντραϋ που είχε αναλάβει την διοίκηση του ΙΙΙ/1 Τάγματος «Μπραντενμπούργκερ» μετά τον τραυματισμό, το πρωί, του διοικητού Λοχαγού Φρομπέζε, προωθήθηκε προς την κορυφή του Μεροβιγλίου με 20 άλλους καταδρομείς, εξουδετερώνοντας τις βρετανικές εστίες αντιστάσεως. Φθάνοντας έξω από το βρετανικό στρατηγείο και με την απειλή ανατινάξεώς του, υποχρέωσε τον ίδιο τον Ταξίαρχο Τίλνεϋ να βγει και να παραδοθεί στις 17.30.
Με αυτήν την κίνηση τερματίσθηκε και η Μάχη της Λέρου. Η είδηση για την παράδοση διαδόθηκε σταδιακά σε όλα τα μαχόμενα τμήματα. Ορισμένα δυναμικά στοιχεία όπως ο Συνταγματάρχης Πέντεργκαστ και ο Ταγματάρχης της SBS Τ. Τζέλλικο, καθώς και κάποιος αριθμός Βρετανών και Ιταλών, διέφυγαν προς την Τουρκία με μικρά σκάφη την ίδια νύκτα καθώς και τις επόμενες ημέρες.
Η μεγάλη μάζα όμως της φρουράς της Λέρου αιχμαλωτίσθηκε: 3.200 Βρετανοί και 5.350 Ιταλοί κατέθεσαν τα όπλα και μεταφέρθηκαν σταδιακά στην ηπειρωτική Ελλάδα και από εκεί σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Γερμανία. Ο Ιταλός ΝαύαρχοςΜασκέρπα μαζί με τον Ναύαρχο Καμπιόνι φυλακίσθηκαν στην Ιταλία και ύστερα από δίκη εκτελέσθηκαν στην Πάρμα την 24ηΜαρτίου 1944.
Με την πτώση της Λέρου εξέλιπε και οποιαδήποτε πιθανότητα διατηρήσεως της Σάμου. Ήδη μόλις την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε η μεταφορά στη Λέρο το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου του «Ιερού Λόχου» με τα αντιτορπιλλικά «Έξμοορ» (HMS Exmoor) και «Κρακόβιακ» στην Λέρο. Τις επόμενες ημέρες η Σάμος εκκενώθηκε από τα εναπομένοντα βρετανικά, ελληνικά και ιταλικά τμήματα τα οποία πέρασαν στην Τουρκία μαζί με ένα μεγάλο αριθμό πολιτών και ανταρτών. Την 21η Νοεμβρίου άρχισε η αποβίβαση των γερμανικών τμημάτων στο νησί και έκλεισε και τυπικά πλέον η αυλαία σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων.
Οι γερμανικές απώλειες κατά την Μάχη της Λέρου ανήλθαν σε 246 νεκρούς, 677 τραυματίες και 162 αγνοουμένους. Από τους παραπάνω, οι αλεξιπτωτιστές είχαν 70 νεκρούς και 98 τραυματίες στους οποίους θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι αλεξιπτωτιστές «Μπραντενμπούγκερ». Έτσι σε μια μικτή δύναμη 600 περίπου ανδρών του Ι/2 Τάγματος και του 15ου Λόχου «Μπραντεμπούργκερ», οι εν λόγω απώλειες αποτελούν, για το είδος της αποστολής, ένα λογικό ποσοστό. Οι οριστικές απώλειες σε πλωτά μέσα ανήλθαν σε 2 αποβατικά του Ναυτικού, 1 αποβατικό του Μηχανικού, 2 σκάφη εφόδου και 2 σκάφη πεζικού. Άλλα 11 αποβατικά είχαν υποστεί ζημιές. Οι Βρετανοί είχαν 200 νεκρούς και 280 τραυματίες, από τους οποίους 80 μεταφέρθηκαν από την Λέρο στις 13 Νοεμβρίου κι έτσι απέφυγαν την αιχμαλωσία.
Οι Ιταλοί είχαν σύμφωνα με εκτιμήσεις 67 νεκρούς ενώ άλλοι 164 φερόμενοι ως αγνοούμενοι, θα πρέπει και αυτοί να συμπεριληφθούν στους νεκρούς, καθώς φονεύθηκαν κατά το πλείστον από αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Οι απώλειες του ελληνικού πληθυσμού παρέμειναν ανεξακρίβωτες. Η εξέλιξη της Μάχης της Λέρου απέδειξε για μια ακόμη φορά τον καταλυτικό ρόλο της αεροπορικής ισχύος. Τόσο τα βρετανικά στρατεύματα όσο και ο βρετανικός στόλος υπέστησαν απώλειες και τελικώς ηττήθηκαν από έναν αντίπαλο που ούτε άξιες λόγου ναυτικές μονάδες διέθετε, ούτε και τα χερσαία του τμήματα υπερέβησαν ποτέ την δύναμη των αμυνομένων, αν υπολογίσει κανείς την δύναμη των Βρετανών και μόνο. Όπως όμως και στην Κρήτη το 1941, η αεροπορία ενεργώντας ως εναέριο πυροβολικό και αντικαθιστώντας με την ίδια επιτυχία τα ελλείποντα βαρέα όπλα, αποδιοργάνωσε τους αμυνόμενους στην ξηρά και παρεμπόδισε τις κινήσεις του βρετανικού στόλου που διεξήγαγε τις επιχειρήσεις του την νύκτα με περιορισμένα χρονικά περιθώρια έως την εμφάνιση των κατευθυνομένων βλημάτων αέρος-επιφανείας, οπότε και το σκότος έπαψε και αυτό να είναι σύμμαχος.
Χωρίς την απόκτηση της αεροπορικής κυριαρχίας ουδέποτε οι Γερμανοί θα απεπειρώντο τις επιχειρήσεις στο Ανατολικό Αιγαίο και αυτό είναι ένα δίδαγμα που παραμένει διαχρονικό. Το δεύτερο στοιχείο το οποίο επηρέασε την εξέλιξη του αγώνος ήταν ότι απέναντι στην συμβατική βρετανική σκέψη οι Γερμανοί έδρασαν με καταδρομική αντίληψη. Τόσο οι αποβάσεις σε βραχώδεις ακτές όσο και οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε πλαγιές υψωμάτων, αιφνιδίασαν πλήρως τους αμυνομένους επιβραβεύοντας μια τακτική αντίληψη που εναρμονίσθηκε με την ιδιομορφία του Αρχιπελάγους και που στην περίπτωση της Λέρου όχι μόνο βρήκε την κορύφωσή της αλλά έκτοτε αποτελεί υπόδειγμα αγώνος στο δυνητικό αυτό θέατρο επιχειρήσεων.


ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Απώλειες Γερμανών
          Νεκροί         Τραυματίες   Αγνοούμενοι
Αξιωματικοί 12      30      4
Υπαξιωματικοί       40      105    39
Οπλίτες       190    525    112
Άνδρες αποβατικών          4        17      7
Σύνολο         246    677    162


ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Νεκροί Βρετανοί ανά μονάδα
4ο Τάγμα «Μπαφς» 42
1ο «Κινγκς Όουν»    45
2ο «Ρόαγιαλ Άϊρις Φυζιλίρς»        22
2ο «Ρόαγιαλ Ουέστ Κέντ»  18
Πυροβολικό  15
Λονγκ Ραίηντζ Ντέζερτ Γκρούπ   10
SBS/SAS    2
Διαβιβάσεις  3
Άλλοι 43
ΣΥΝΟΛΟ     200


Βιβλιογραφία

* Holland Jeffreey: The Aegean Mission - Greenwood Press, Connecticut, 1988.
* Seaeter Helmut: Die Brandenburger - Dissberger, Dusseldorf, 1991.
* Kurowski Franz: The Brandenburgers, Global Mission – Fedorowicz, Winnipeg, 1997.
* Birnbaum Friedrich, Vorsteher Karl-Heinz: Auf verlorenen Posten - Motorbuch Verlag, Stuttgart, 1987.
* Brandt Gunther: Der Seekrieg in der Agais  Bbayreuth, 1963.
* Smith Peter, Walker Edwin: War in the Aegean - W. Kimper, London, 1974.
* Molony C.J.: The Mediterranean and Middle East - London, 1973.
* Lucas James: Storming Eagles - Arms and Armour, London, 1988.
* Purnell’s: History of the Second World War - Purnell & Sons, London 1966.
* Ufficio Storico Marina Militare: Avvedinenti in Egeo dopo l’ armistizio - Roma 1972.
* Schenk Peter: The Battle for Leros - After the battle No 90, London 1995.
* Προσωπικό αρχείο του συγγραφέως.



Μια συλλογή πολεμικού υλικού στην Λέρο