ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΛΕΡΟ

Κώστας Κογιόπουλος

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΛΕΡΟ

Α) ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ.
Η Λέρος είναι ένα πανέμορφο νησί του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, με κάμπους που φθάνουν έως τη θάλασσα, δαντελωτές ακτές και πλήθος γραφικών κόλπων με μικρούς παραλιακούς οικισμούς. Έχει δύο λιμάνια την Αγία Μαρίνα και το Λακκί.
Το σημαντικότερο αξιοθέατο είναι το Μεσαιωνικό κάστρο με την εκκλησία της Παναγιάς, που δεσπόζει στην κορυφή  του βουνού, που βρίσκεται βόρεια του Πλατάνου.
Υπάρχουν άλλα δύο μικρότερα κάστρα, το Μπρούζι στην είσοδο του κόλπου των Αλίντων και τα υπολείμματα ενός άλλου στα Λέπιδα, του Παλαιόκαστρου με τα κυκλώπεια τείχη. Στο Παρθένι βρίσκονται τα ερείπια του ναού της Αρτέμιδος.   
Στην Γούρνα βρίσκεται το γραφικό εκκλησάκι με το νησάκι του Αγίου Ισιδώρου.
Στον Πλάτανο και την Αγία Μαρίνα υπάρχουν αρκετά νεοκλασικά δίπατα σπίτια, στα Άλιντα το Πατριαρχείο και ο πύργος του Μπελλένη, που σήμερα στεγάζει το μουσείο « Μανόλης Ήσυχος ».
Αξιόλογες εκκλησίες είναι της Αγίας Παρασκευής και της Ευαγγελίστριας.
Το νησί έχει πληθυσμό 8.061 άτομα ( απογραφή 1991)
Η Λέρος εκτός τις πολλές φυσικές ομορφιές, διαθέτει πολύ καλή επικοινωνία με τα άλλα νησιά και την πρωτεύουσα γι’ αυτό και αναπτύσσεται γρήγορα προς την τουριστική οικονομία.   

Β) ΤΟ ΛΑΚΚΙ.

To Λακκί διαθέτει ένα μοναδικό φυσικό λιμάνι, η αξία του οποίου είναι γνωστή από την αρχαιότητα.
Οι Ιταλοί αμέσως κατάλαβαν την αξία του κόλπου του Λακκίου, που το ονόμασαν Portolago. To 1913 έγινε το πρώτο υπόστεγο για αερόστατα, το οποίο διαλύθηκε αργότερα. Το 1916 – 1918 λειτούργησε σαν αγγλική ναυτική βάση. Στις 5 Νοεμβρίου 1926 έφθασε και προσθαλασσώθηκε ο διάσημος Ιταλός πιλότος De Pinedo, στην επιτυχημένη προσπάθειά του να φθάσει με αεροπλάνο στην Αυστραλία.
Αυτό όμως που άλλαξε την όψη του Λακκιού ήταν όταν έγινε ο μεγάλος ιταλικός ναύσταθμος, στον Αι Γιώργη με τον αεροναύσταθμο στα Λέπιδα. Στην συνέχεια οι εγκαταστάσεις στην Γωνιά και η κατασκευή της πόλης του Λακκιού ολοκλήρωσαν τις επεμβάσεις στον κόλπο . 
Η πόλη άρχισε να κτίζεται από τον κυβερνήτη Mario Lago και ολοκληρώθηκε από τον τέτραρχο του φασισμού κυβερνήτη της Δωδεκανήσου Cessare Maria de Vecchi, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, για τις στρατιωτικές ανάγκες του ναυστάθμου. Διαθέτει τα στοιχεία  μιας μοντέρνας πόλης χωρίς να χαρακτηρίζεται στενά από το φασιστικό – αποικιακό  καθεστώς που το δημιούργησε.
Δυστυχώς ακόμη και σήμερα λίγοι γνωρίζουν ότι η αρχιτεκτονική του Λακκιού  αποτελεί μια σημαντική περίπτωση «διεθνούς στυλ», τυπικό δείγμα ιταλικού ορθολογισμού (rasionalismo).
Ο πύργος του ωρολογίου, σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Αντωνιάδη, είναι μοναδικός στο είδος του σε αρμονία αναλογιών στον κόσμο.
Το σχέδιο της πόλεως βασίζεται σε ελεύθερη σύλληψη, με 2 περιφερειακούς άξονες που έχουν αφετηρία την παραλία και έναν κεντρικό άξονα που συνδέει τις δύο βασικές πλατείες. Αυτό το δίκτυο ενώνεται με μικρότερους εγκάρσιους δρόμους. Όλο το σύνολο έχει σχήμα πετάλου.
Εντός αυτού του δικτύου υπάρχουν όλα τα αναγκαία κτήρια για την ομαλή λειτουργία αυτής της πρότυπης μικρής πόλης.
Δύο κτήρια μόνο έχουν διαφορετικό στυλ και διαφέρουν από τα άλλα λόγω του μεγέθους και της επιβλητικότητάς τους. Αυτά είναι το σημερινό ΠΙΚΠΑ, πρώην στρατόπεδο του 10ου συντάγματος με την φασιστική μορφοπλασία, ιδίως στην είσοδό του και το κτήριο κοντά στο μνημείο του «Βασίλισσα Όλγα», πρώην κτήριο της ιταλικής ναυτικής διοίκησης με τα νεογοτθικά στοιχεία στην πρόσοψη.
Η πολιτική διάσταση αυτής της πολεοδομικής  και οικοδομικής δραστηριότητας ονομάστηκε  «πολιτική του λίθου» και την αναλύει ο καθηγητής Ζαχ. Τσιρπανλής ως εξής: «Μέσα από μνημειακές κατασκευές που ο χρόνος δύσκολα εξαφανίζει, επιδιώκεται η επιβεβαίωση και η διαχρονικότητα της εξουσίας, …….τα δημόσια κτήρια παραμένουν αμετακίνητοι μάρτυρες της εποχής εκείνης και δεν έχασαν έστω και σε άλλα χέρια, τον λειτουργικό ρόλο τους, τότε διαπιστώνει την άμεση συνειρμική σύνδεση ή και την απλή υπόμνηση για την ιταλική διέλευση από τα νησιά.
Η πολεοδομική αυτή δραστηριότητα βοηθήθηκε από το φασιστικό καθεστώς, που για ελάχιστη αποζημίωση απαλλοτρίωνα τα οικόπεδα και τα σπίτια. Επίσης ελάχιστοι ήταν και οι μισθοί των εργατών».
Οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα έφτιαξαν το κτηματολόγιο και μεγάλα δημόσια έργα, που εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα. Βέβαια τα περισσότερα έργα έγιναν για στρατιωτικούς σκοπούς, εις βάρος της γεωργίας και κτηνοτροφίας. Οι ιταλικοί ρυθμοί είναι προσεγμένοι και αρμονικοί, ξένοι όμως στο νησιώτικο ύφος και την απλότητα. Μεγάλος αριθμός κτηρίων έπαθαν σοβαρές ζημιές κατά την διάρκεια του πολέμου και επισκευάσθηκαν από τους κατοίκους και το ελληνικό κράτος.
Σήμερα λόγω αλλαγής οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών πολλά κτίρια εγκαταλείφθηκαν π.χ. το αγροτικό χωριό San Marco στην Κατταβιά, και τα λουτρά της Καλλιθέας στην Ρόδο. Δυστυχώς με την εγκατάλειψη των λουτρών καταστράφηκε ένα θαυμάσιο έργο και  δεν συνέβαλαν μόνο οικονομικοί παράγοντες για να συμβεί αυτό.
Ό Σ. Ι. Αγαπητίδης « Δωδεκάνησος Σελ. 68 », την τετράτομη μελέτη του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως διαλύει αρκετούς μύθους για τα ιταλικά έργα. «Αλλά και τα αληθώς χρήσιμα έργα (οδικόν δίκτυον Ρόδου, δημόσια κτίρια, κτλ.) αποτελούν εις την πραγματικότητα δημιουργίαν των Δωδεκανησίων, καθόσον εγένοντο επί κτημάτων των νησιωτών αππαλλοτριωθέντων χωρίς πραγματικήν αποζημίωσιν, με σχεδόν αναγκαστικήν εργασίαν των εκπρολεταρισθέντων Δωδεκανησίων αγροτών και ναυτικών και με πόρους αντληθέντας κατά το μέγιστον τμήμα των από την βαρείαν φορολογίαν των κατοίκων.
Πράγματι μόνον το 1/6 των δαπανηθέντων διά τα έργα των νήσων ποσών
( Ανερχομένων συμφώνως προς τους ιταλικούς υπολογισμούς εις 440.500.000 λιρέττας του 1940) προήλθεν από ενίσχυσιν του μητροπολιτικού ιταλικού προυπολογισμού, η οποία πολλάκις καίτοι αναγραφομένη δεν επραγματοποιείτο, διότι η απόδοσις των τοπικών φορολογιών και διάφοροι άλλαι παρεισπράξεις εις βάρος των Δωδεκανησίων εκάλυπτον τας τακτικάς και εκτάκτους δαπάναις του προϋπολογισμού των νήσων. Χαρακτηριστικόν  είναι επί του προκειμένου ότι εντός μιάς πενταετίας τα δημόσια έσοδα των νήσων υπερδιπλασιάσθησαν.»
Οι Ιταλοί ζήτησαν να συμψηφιστούν τα έργα στα Δωδεκάνησα στην συνολική αποζημίωση για τις καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα από τον πόλεμο και την ιταλική κατοχή. Ο Σ. Ι. Αγαπητίδης απάντησε σ΄ αυτό το αίτημα:
Τα επιχειρήματα ταύτα εκρίθησαν ικανά δια να παύση να γίνεται λόγος περί υπολογισμού της αξίας των ιταλικών έργων της Δωδεκανήσου εις τα προς την Ελλάδα πολεμικάς επανορθώσεις, αι οποίαι άλλωστε ωρίσθησαν εις πολύ χαμηλόν επίπεδον.     
Στα  Δωδεκάνησα πολλοί κατακτητές άφησαν μνημεία στο πέρασμά τους και ασφαλώς όλα πρέπει να θεωρηθούν ιστορικά μνημεία, να προστατευθούν και να αναδειχθούν.
Δυστυχώς η μεγάλη τουριστική ανάπτυξη της δεκαετίας του ‘70 και η άναρχη οικοδομική δραστηριότητα κατά την δικτατορία αλλοίωσαν την εικόνα των ιταλικών πόλεων της Ρόδου και της Κω, ευτυχώς λιγότερο στο Λακκί.
Σήμερα για ιστορικούς λόγους η πόλη του Λακκιού πρέπει να διατηρηθεί, να αναστηλωθεί και να πάρει πάλι ζωή. Ελπίζω να μην είναι ήδη αργά.